Πέντε ηθοποιοί μιλούν για την παράσταση «Ο Τελευταίος Αντάρτης»

Γιώργος Νούσης: «Ο Μίλερ αναφέρεται σε μια στιγμή “σκληρού” καπιταλισμού, όπως αυτή που βιώνουμε στις μέρες μας»
22 Φεβρουαρίου 2020
Η Μαριάννα Κοντούλη σκηνοθετεί το έργο «Μάντεψε»
25 Φεβρουαρίου 2020

Οι ηθοποιοί Τασούλα Μαρία Δεληγιάννη, Μαρία Καρύδη, Πηγή Κεφαλά, Χάρις Μπεζιούλα, και Λυδία Ορφανουδάκη ερμηνεύουν πέντε γυναίκες –μαχήτριες της τελευταίας ομάδας του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο στην παράσταση του έργου «Ο Τελευταίος Αντάρτης» που ανεβαίνει στο Θέατρο Άβατον. (Φωτογραφίες Δημήτρης Σαμουήλ).

Συνέντευξη: Μαριλένα Θεοδωράκου

 

Πρόκειται για την πραγματική ιστορία της τελευταίας ομάδας του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο. Πέντε ιστορίες γυναικών-μαχητριών της ομάδας, διατρέχουν οριζόντια τη Δεκαετία της Φωτιάς 1940-1949, στην παράσταση του έργου «Ο Τελευταίος Αντάρτης» του Ανδρέα Ζαφείρη που παίζεται κάθε Τετάρτη στο θέατρο Άβατον, σε σκηνοθεσία Ιωάννας Νιάχα. Η Τασούλα Μαρία Δεληγιάννη, η Μαρία Καρύδη, η Πηγή Κεφαλά, η Χάρις Μπεζιούλα και η Λυδία Ορφανουδάκη μιλούν για την έρευνα που έκαναν για το έργο, τους ρόλους που ερμηνεύουν καθώς και για τη συνεργασία τους με τη σκηνοθέτρια της παράστασης και τον συγγραφέα του έργου που είναι και ο γιος του Τάκη Σάντρα (Δημήτρης Ζαφείρης), του τελευταίου μέλους της ομάδας.

 

Ποιες ήταν οι σκέψεις σας όταν διαβάσατε το έργο του Α. Ζαφείρη.

Μαρία Καρύδη: «Είχα μείνει άφωνη. Σοκαρίστηκα και είχα ανατριχιάσει. Είναι μεγάλη ευθύνη και τιμή να ανεβάσεις στη σκηνή μια πραγματική ιστορία. Θέλει σεβασμό, ειλικρίνεια και ταπεινότητα. Ευχαριστούμε τον Ανδρέα που μας το εμπιστεύτηκε».

Πηγή Κεφαλά: «Την πρώτη φορά που διάβασα το έργο, έκλαιγα, έκλαιγα και αυτό συνεχίστηκε αργότερα σε πολλές πρόβες. Με άγγιξε βαθιά και μου υπενθύμισε τον αγώνα που έκαναν κάποιοι άνθρωποι για να μπορούμε σήμερα να είμαστε ελεύθεροι και περήφανοι για τους προγόνους μας».

Χάρις Μεζιούλα: «Όταν διαβάσεις το έργο “Ο Τελευταίος Αντάρτης” του Ανδρέα Ζαφείρη δεν μπορείς παρά να πλημμυρίσεις από σκέψεις και συναισθήματα. Το έργο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.  Δυστυχώς  κατά την εκπαίδευση στο σχολείο, αυτό το κομμάτι της πικρής ιστορίας μας και οι βαναυσότητες που έγιναν κατά τον εμφύλιο πόλεμο, παραλείπονται».

Λυδία Ορφανουδάκη: «Κρατούσα την ανάσα μου. Είχα ανατριχιάσει. Τα μάτια μου ήταν βουρκωμένα. Θυμάμαι μονάχα μια σκέψη… “Πως γίνεται να συνέβησαν όντος όλα αυτά;”».

Τασούλα Δεληγιάννη: «Διαβάζοντας το έργο, επειδή πρόκειται για αληθινά γεγονότα και σκληρά, η πρώτη αντίδραση ήταν να ανατριχιάσω γιατί σκέφτηκα πώς θα ήταν να βρίσκομαι στη θέση των ανθρώπων που τα έζησαν. Στις επόμενες αναγνώσεις σκεφτόμουν πώς θα αποδοθεί δραματικά η ιστορία αυτή».

 

 

Ποια ήταν η έρευνα που κάνατε για αυτό το έργο;

Μαρία Καρύδη: «Δεν ήταν η πρώτη φορά που καταπιανόμουν με ένα έργο για τον εμφύλιο. Μου ήταν οικείο. Πρόκειται όμως για το πιο μελανό, κατά τη γνώμη μου σημείο της ιστορίας μας. Διάβασα όσα περισσότερα ιστορικά βιβλία μπορούσα, φωτογραφίες, άρθρα και χάρτες για να καταλάβω τις αποστάσεις».

Πηγή Κεφαλά: «Έψαξα διάφορες συνεντεύξεις από αγωνιστές του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού, διάβασα και ρώτησα ανθρώπους που είχαν συγγενείς οι οποίοι ήταν αντάρτες, και προσπάθησα να πάρω κάτι από όλα αυτά τα γεγονότα και να τα προσθέσω στο ρόλο μου και στο έργο γενικότερα. Φυσικά, σε όλο αυτό μας βοήθησε ο συγγραφέας του έργου Ανδρέας Ζαφείρης, ο οποίος μας εξηγούσε τις όποιες απορίες είχαμε, πάντα με ευγένεια και θετικότητα».

Χάρις Μεζιούλα: «Μόλις πήρα το έργο στα χέρια μου προς λύπησή μου συνειδητοποίησα τα ιστορικά κενά που είχα οπότε άρχισα να κάνω και την έρευνά μου. Αρχικά μέσω διαδικτύου και βιβλίων και μιλώντας με ηλικιωμένους ανθρώπους που μου εξιστορούσαν τις δικές τους εμπειρίες. Τέλος, πολύτιμη βοήθεια ήταν του ίδιου του συγγραφέα μας, όπου μας έλυνε οποιαδήποτε απορία μας».

Λυδία Ορφανουδάκη: «Μετά την πρώτη ανάγνωση του έργου ακολούθησε προσωπική έρευνα από την κάθε μια μας. Μέσα από οπτικοακουστικό υλικό και φωτογραφίες που εντοπίσαμε στο Internet, άρθρα και βιβλία καθώς και μαρτυρίες συγγενών μας, καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια ικανοποιητική εικόνα του τι συνέβη τη “δεκαετία της φωτιάς”. Καθοριστική βοήθεια στην συνολική έρευνα έπαιξε ο Ανδρέας Ζαφείρης, ο οποίος εκτός από το κείμενό του, με χαρά μας παραχώρησε προσωπικό υλικό του πατέρα του και ήταν πρόθυμος να μας εξηγήσει και να μας λύσει οποιαδήποτε απορία προέκυπτε».

Τασούλα Δεληγιάννη: «Το έργο με παρακίνησε να ψάξω περισσότερες πληροφορίες για το ιστορικό του πλαίσιο και έτσι έκανα τη σχετική αναζήτηση στο διαδίκτυο. Αυτά που διάβασα μου προκάλεσαν περισσότερο δέος».

 

Η Μαρία Καρύδη ερμηνεύει την Όλγα.

 

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τη σκηνοθέτιδα Ιωάννα Νιάχα;

Μαρία Καρύδη: «Με την Ιωάννα δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε. Πριν δυο χρόνια σκηνοθέτησε το “Las idiotas”, μια υπέροχη κωμωδία της Analia V. Mayta από την Αργεντινή, όπου έπαιζα την Μάγδα. Γνωριστήκαμε σε ένα σεμινάριο αρχαίου δράματος του Ιδρύματος Κακογιάννη και της Παντείου. Έχουμε ανοικτό διάλογο και είναι πάντα διαθέσιμη σε παρατηρήσεις και προτάσεις. Λόγω των σπουδών μου στην θεατρολογία είμαι και εγώ πνεύμα αντιλογίας, αλλά πλέον η σχέση που έχει αναπτυχθεί εκτός από σκηνοθέτη-ηθοποιού είναι και συνεργάτη και φίλης».

Πηγή Κεφαλά: «Με την Ιωάννα είχαμε συνεργαστεί πρώτη φορά το 2010, όταν παρουσιάσαμε τις “Κόκκινες γυναίκες” ένα έργο του Παναγιώτη Μέντη. Κάπως έτσι δειλά δειλά, δημιουργήθηκε και η ομάδα fade out. Η Ιωάννα ξέρει να ξεχωρίζει τη φιλία, από τη δουλειά και αυτό είναι κάτι που εκτιμώ πολύ. Είναι πολύ σοβαρή στη δουλειά της και αυστηρή όταν χρειάζεται. Μας βοήθησε σε κάθε μας απορία και έβγαλε το καλύτερο από την καθεμία μας στον εκάστοτε ρόλο».

Χάρις Μεζιούλα: «Είναι η πρώτη φορά που ουσιαστικά συνεργάζομαι με την Ιωάννα Νιάχα. Τολμώ να πω ότι ήταν μια άψογη συνεργασία που είχε από και γέλιο και κλάμα. Ήμασταν φίλοι και συνεργάτες μαζί. Ανθρώπινοι εκεί που χρειαζόταν χωρίς να χάνεται ο επαγγελματισμός. Ο συνδυασμός που πρέπει να έχει μια ομάδα κατά εμέ».

Λυδία Ορφανουδάκη: «Με την Ιωάννα γνωριζόμαστε από το 2014. Μαζί της έκανα την πρώτη μου επαγγελματική δουλειά στο θέατρο και στη συνέχεια ακολούθησαν κι άλλες (και θα επακολουθήσουν κι άλλες). Είναι μια συνεργάτιδα και πολύ καλή φίλη που εμπιστεύομαι και εκτιμώ για τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα και το ήθος της. Ακόμα και όταν δεν με αφήνει να “βάλω” αυτά που θέλω. (είμαι σίγουρη ότι όταν το διαβάσει, θα γελάει)».

Τασούλα Δεληγιάννη: «Εκτιμώ τη σκηνοθετική ματιά της Ιωάννας και τις ιδέες της. Έχω συνηθίσει να δουλεύω με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που δούλεψα με τη συγκεκριμένη ομάδα αλλά ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Από κάθε συνεργασία μου, προσπαθώ να αποκομίζω ό,τι καλύτερο μπορώ».

 

Ποιος είναι ο ρόλος που ερμηνεύετε;

Μαρία Καρύδη: «Στο έργο είμαι η Όλγα. Ίσως ο χαρακτήρας που είναι ο πιο σκληρός και μετά μαλακώνει. Έχει μάθει από την αρχή τι σημαίνει απώλεια και δεν κλαίει πια. Είναι σκληρή, ρεαλίστρια, εριστική, βρίζει αλλά όσο μεγαλώνει αλλάζει και αναλαμβάνει το ρόλο του “πυροσβέστη” όταν ανάβουν τα αίματα. Φοβάται αλλά είναι και ψύχραιμη».

Πηγή Κεφαλά: «Ο ρόλος που ερμηνεύω είναι της Αλεξάνδρας. Μέσα στο έργο, βλέπουμε τις ηρωίδες σε πέντε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους και πόσο επηρεάστηκαν από τα γεγονότα που εξελίχτηκαν στη δεκαετία 1940-1949».

Χάρις Μεζιούλα: «Ο ρόλος μου είναι η Κωνσταντίνα. Η Κωνσταντίνα είναι η λιγότερο τραγική φιγούρα μέσα στο έργο, αλλά δεν παύει να είναι σημαντική και να εξυπηρετεί τον σκοπό της. Η Κωνσταντίνα είναι μια κοπέλα πιο ανάλαφρη μεν άλλα με σκοπό στη ζωή της και σοβαρά σκεπτόμενη. Την ενδιαφέρει το όλον. Να προσφέρει σε αυτόν τον αγώνα όχι με προσωπικά κίνητρα».

Λυδία Ορφανουδάκη: «Στο έργο ερμηνεύω το ρόλο της Μαρίας, ξαδέρφη της Αλεξάνδρας και μέλος της γυναικοπαρέας. Η Μαρία είναι μια απλή γυναίκα, του χωριού θα έλεγε κανείς. Είχε όνειρα, λαχτάρες και φόβους, όπως κάθε κορίτσι της ηλικίας της. Πόσο απλή όμως και αμέτοχη μπορεί να μείνει μια γυναίκα που από τα μάτια της περνάνε δέκα χρόνια πολέμου; Τα γεγονότα και οι καταστάσεις την αλλάζουν, την οδηγούν μέρα με τη μέρα όλο και πιο κοντά στο βουνό και στο αντάρτικο. Ένα βλέμμα αρκεί για να την κάνει να πάρει την απόφαση».

Τασούλα Δεληγιάννη: «Η Ελένη, η ηρωίδα που υποδύομαι, είναι και εντός και εκτός της παρέας των υπόλοιπων κοριτσιών. Αρκετά εύπορη και μορφωμένη, με πατέρα δάσκαλο. Αγνοεί όμως βασικές αλήθειες της ζωής της και όπως είναι φυσικό, όταν τις μαθαίνει, ο κόσμος της συνταράσσεται και η ίδια οδηγείται σε ακραίες ενέργειες».

 

 

Ποιο είναι το θέμα του έργου;

Μαρία Καρύδη: «Ουσιαστικά το έργο επικεντρώνεται στις ιστορίες πέντε κοριτσιών από την Πυρσόγιαννη της Κόνιτσας την περίοδο 1940-1949. Είναι έργο που δείχνει ότι υπήρχε και σημαντική γυναικεία δύναμη στο αντάρτικο. Μέσα από τα βιώματά τους διηγούνται τα ιστορικά γεγονότα, και οδηγούνται, η καθεμία για τον δικό της λόγο, στο βουνό. Βέβαια δεν είναι μόνο οι δικές τους ιστορίες. Ο θεατής γίνεται μάρτυρας και των ιστοριών, ανθρώπων που βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν».

Πηγή Κεφαλά: «Όπως προείπα, μέσα στη ροή του έργου βλέπουμε πως την περίοδο της κατοχής, των δεκεμβριανών και του εμφυλίου, επηρεάστηκαν οι ζωές αυτών των γυναικών. Για ποιο λόγο η καθεμία αποφάσισε τελικά να ανέβει στο βουνό και να αντισταθεί πολεμώντας για το δικό της λόγο».

Χάρις Μεζιούλα: «Το έργο παρουσιάζει την ιστορία πέντε γυναικών λίγο πριν και κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Τα χρόνια τα ξέγνοιαστα, εφηβικά θα έλεγε κανείς πριν έρθει ο εμφύλιος, τα δύσκολα μετέπειτα που ήρθε, με πείνα, κακουχίες, βασανισμούς και σκοτωμούς. Τέλος τις συναντάμε σαν πιο κατασταλαγμένες γυναίκες ποια, αντάρτισσες στο βουνό, στην τελευταία μάχη τους».

Λυδία Ορφανουδάκη: «Το έργο πραγματεύεται τις αληθινές ιστορίες πέντε γυναικών, συμπολεμιστριών του αντάρτη Τάκη Σάντρα. Μέσα από το κείμενο του γιου του, Ανδρέα Ζαφείρη, ταξιδεύουμε μέσα στις ζωές τους. Ανακαλύπτουμε τις σκέψεις, τα όνειρα, τις σχέσεις αλλά και τους φόβους τους. Τέλος οδηγούμαστε στους λόγους που ώθησαν την κάθε μια ν’ ανέβει στο βουνό.  Το ιστορικό πλαίσιο μιας ολόκληρης εποχής, η οποία ξεκινά από την αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου, ενισχύεται από μαρτυρίες πεσόντων και την ηχητική εξιστόρηση του ίδιου του Τάκη Σάντρα».

Τασούλα Δεληγιάννη: «Το ιστορικό μας πλαίσιο είναι η δεκαετία 1940 – 1949. Πρόκειται για 5 γυναίκες που κάθε μία ανεβαίνει στο βουνό να γίνει αντάρτισσα για το δικό της προσωπικό λόγο. Το πιο καίριο σημείο είναι ότι οι ιστορίες τους αν και τόσο διαφορετικές, είναι τόσο δυνατές».

 

Τι σημαίνει ο τίτλος του;

Μαρία Καρύδη: «Χωρίς να θέλω να προδώσω το τέλος του έργου, για μένα ο τελευταίος αντάρτης είναι πολλά πράγματα. Είναι ο ίδιος ο Τάκης Σάντρας, που ακούγεται η φωνή του στην παράσταση, και ήταν ο αρχηγός αυτής της ομάδας που αποτελείτο από δέκα άτομα εκ των οποίων τέσσερις γυναίκες. Αυτή η ομάδα φύλαγε τον αυχένα για να περάσουν όλα τα τμήματα του δημοκρατικού στρατού και θα ήταν η τελευταία που θα περνούσε χωρίς κάλυψη. Την δεύτερη ερμηνεία θα πρέπει να δείτε την παράσταση και θα καταλάβετε».

Πηγή Κεφαλά: «Η ιστορία του έργου είναι αληθινή. Όντως ήταν η τελευταία ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού, μαζί με τον Τάκη Σάντρα, που θα πέρναγε εκείνο το βράδυ, μετά την συνθήκη της Βάρκιζας».

Χάρις Μεζιούλα: «Η ομάδα των πέντε αυτών γυναικών είχε επικεφαλή τον Τάκη Σάντρα, τον Τελευταίο Αντάρτη που κράτησε τα στενά ανοιχτά για να περάσουν όλες οι ομάδες κάτω. Δηλαδή αυτή η ομάδα ήταν η τελευταία που έμεινε πάνω στο βουνό».

Λυδία Ορφανουδάκη: «Ο τίτλος έχει διφορούμενη έννοια. Από τη μια πλευρά αναφέρεται στον τελευταία αντάρτη Τάκη Σάντρα ενώ την δεύτερη μπορείτε να τη ανακαλύψετε βλέποντας την παράσταση.  Η τελική ερμηνεία είναι στην κρίση του κοινού».

Τασούλα Δεληγιάννη: «Ο τίτλος είναι διφορούμενος. Ο Τελευταίος Αντάρτης μπορεί να είναι ο Τάκης Σάντρας, ο επικεφαλής των συγκεκριμένων γυναικών, ή ……;. Η απάντηση για την ταυτότητά του δίνεται κάθε Τετάρτη στις 21.00 στο θέατρο Άβατον».

 

Πώς ακούγεται η φωνή του Τάκη Σάντρα (Δημήτρη Ζαφείρη) στην παράσταση;

Μαρία Καρύδη: «Είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι ακούγεται η φωνή του. Όχι μόνο για το κοινό, αλλά και για εμάς τους ηθοποιούς. Συνειδητοποιείς ότι ακούς από πρώτο χέρι την ιστορία αυτού του ανθρώπου και την αλήθεια του από τον ίδιο και όχι μέσα από τη φωνή άλλου. Είμαστε τυχεροί που υπάρχει αυτό το ηχητικό ντοκουμέντο».

Πηγή Κεφαλά: «Η φωνή του Τάκη Σαντρα, επειδή πλέον δυστυχώς δεν βρίσκεται κοντά μας, ακούγεται ηχογραφημένη».

Χάρις Μεζιούλα: «Η φωνή του Τάκη Σάντρα είναι ηχογραφημένη και ταυτόχρονα παίζει ένα βίντεο με φωτογραφίες από τη ζωή του. Αυτό εξυπηρετεί την κατανόηση της εξέλιξη της ιστορίας και της εποχής από το κοινό».

Λυδία Ορφανουδάκη: «Η ηχητική εξιστόρηση του Τάκη Σάντρα στο έργο μας αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή της πλοκής. Μας δίνει την γενική εικόνα της κατάστασης της χώρας τη δεδομένη στιγμή που εξελίσσεται το έργο. Είναι πραγματικά ανατριχιαστικό πόση αλήθεια κρύβει μια φωνή. Για εμάς τους ηθοποιούς που παίζουμε στην παράσταση αποτελεί “οδηγό”».

Τασούλα Δεληγιάννη: «Σε συνδυασμό με τα γεγονότα που αφηγείται ο Τάκης Σάντρας, τα οποία είναι σίγουρα απάνθρωπα και σκληρά, η φωνή του μας δίνει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των βιωμάτων του. Σε αυτή, διαγράφονται ο πόνος και η ταλαιπωρία που βίωσε, προκαλώντας μας σεβασμό και θαυμασμό».

 

Φέτος, έχουμε δει αρκετά ανεβάσματα παραστάσεων που κινούνται στο θεματικό άξονα του έργου. Ποια είναι η άποψή σας;

Μαρία Καρύδη: «Είναι η ιστορική περίοδος που κατάφερε να χωρίσει ακόμα και αδέλφια. Είναι κατά τη γνώμη μου το πιο αμφιλεγόμενο, ευαίσθητο κομμάτι της ιστορίας μας που δύσκολα ακουμπάμε και συζητάμε. Αν θα μπορούσα να κάνω μια αναγωγή με αφορμή τον εμφύλιο ίσως θα ήταν η έννοια της ελευθερίας και της διαφορετικότητας εν γένει. Και όντας ρομαντική, εύχομαι να καταφέρει η τέχνη να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ μας και να διαφωνούμε παραγωγικά, για ένα καλύτερο αύριο για όλους μας».

Πηγή Κεφαλά: «Η άποψή μου είναι ότι για να προχωρήσεις μπροστά, δεν πρέπει να ξεχνάς από που έρχεσαι και γιατί είσαι εδώ. Για να είμαστε λοιπόν ελεύθεροι κάποιοι πολέμησαν γι’ αυτό. Κάποιοι αντιστάθηκαν. Έδωσαν τη ζωή τους για μια ιδέα. Αυτή η ανάγκη για κάτι καλύτερο, κάτι να αλλάξει, μας κάνει να ρίχνουμε ένα βλέμμα πίσω, να παίρνουμε δύναμη για να πιαστούμε από κάπου και να υπενθυμίσουμε ότι η αντίσταση είναι η μόνη λύση».

Χάρις Μεζιούλα: «Με χαροποιεί το γεγονός ότι έχουμε αρχίσει να ξύνουμε πικρά κομμάτια της ιστορίας μας γιατί πολλοί δεν τα γνωρίζουν και μέσα από παραστάσεις θα μπορέσουν να ρίξουν μία ματιά. Όπως και να το κάνουμε είναι κομμάτι μας, παρελθόν μας. Μόνο θετικές σκέψεις μπορώ να έχω για αυτό».

Λυδία Ορφανουδάκη: «Θα αρχίζω λέγοντας πως ο Τζορτζ Σανταγιάνα είπε κάποτε ότι ο λαός που ξεχνά την Ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Η ανάγκη των καλλιτεχνών να καταπιαστούμε με ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της ιστορίας πηγάζει από τη συνειδητοποίηση πως γνωρίζαμε πολύ λίγα για “τα μαύρα χρόνια” (έτσι τα αποκαλούσε η γιαγιά μου). Κλείνουμε τα μάτια και εθελοτυφλούμε μπροστά με μια περίοδο που ήταν καθοριστική για την Ιστορία μας. Θέλουμε να φωτίσουμε αυτό το κομμάτι που κάποιοι επιλέγουν να αγνοούν. Αυτό θέλουμε να σταματήσει. Στόχος μας είναι ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση να νιώσει την ανάγκη να διαβάσει, να ψάξει και να αναζητήσει την αλήθεια πίσω από τα γεγονότα του Εμφυλίου. Είναι για μας πρόκληση».

Τασούλα Δεληγιάννη: «Η ελληνική ιστορία είναι τόσο πλούσια που πάντα θα δίνει το έναυσμα να ασχοληθούμε με τα γεγονότα της. Πώς λοιπόν να μην επηρεαστεί η δραματική τέχνη από αυτά;».

 

 

Πληροφορίες παράστασης

«Ο Τελευταίος Αντάρτης» του Α. Ζαφείρη

Σκηνοθεσία: Ιωάννα Νιάχα

Σκηνικά-Κοστούμια: Ομάδα Fade-Out

Μουσική: Ομάδα Fade-Out

Φωτισμοί: Ιωάννα Νιάχα

Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίκη Ράπτη

Γραφιστική επιμέλεια Αφίσας: Aristi

Φωτογραφίες/Trailer: Δημήτρης Σαμουήλ

Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη

 

Ερμηνεία: Τασούλα Μαρία Δεληγιάννη, Μαρία Καρύδη, Πηγή Κεφαλά, Χάρις Μπεζιούλα, Λυδία Ορφανουδάκη

 

 

 

Πού: Θέατρο Άβατον, Ευπατριδών 3, Γκάζι (σταθμός μετρό Κεραμεικός), τηλ. 210 3412689

Πότε: από 5 Φεβρουαρίου 2020 και κάθε Τετάρτη στις 21.00. Έως 25 Μαρτίου 2020.

Εισιτήρια: 12 ευρώ (γενική είσοδος), 8 ευρώ (μειωμένο), 8 ευρώ (ατέλειες), 8 ευρώ (ομαδικά άνω των 8 ατόμων)

Διάρκεια παράστασης: 60 λεπτά χωρίς διάλειμμα

 

Info

Ο Τάκης Σάντρας, γεννήθηκε το 1925 στη Πυρσόγιαννη, του Γράμμου. Στη περίοδο της Κατοχής συμμετείχε σαν ηθοποιός, στις Θεατρικές Ομάδες της ΕΠΟΝ. Το 1946 εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Δραπέτευσε το 1948 και συμμετείχε, ως επικεφαλής, στη τελευταία ομάδα του ΔΣΕ που αποχώρησε από τον Γράμμο. Στη συνέχεια έζησε, μέχρι το 1958,στη Τασκένδη, ως πολιτικός πρόσφυγας. Λόγω των γνωστών γεγονότων μεταξύ των πολιτικών προσφύγων, επέστρεψε παράνομα στην Ελλάδα, όντας καταδικασμένος “δις εις θάνατον”. Συνελήφθη και φυλακίστηκε.