
7 θεατρικοί συγγραφείς, 7 σκηνοθέτες, 7 ηθοποιοί στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
11 Ιανουαρίου 2020
Κωνσταντίνος Παράσης: «Πάνω στη σκηνή η ζωή σου αποκτά ένα άλλο νόημα»
15 Ιανουαρίου 2020
Συνέντευξη: Μαριλένα Θεοδωράκου
Μία από τις ωραιότερες ιστορίες του Σάμιουελ Μπέκετ πάνω στην επιμονή του ανθρώπου να υπάρξει και να ζήσει παρά τις αποτυχίες, τις ματαιώσεις και την φθορά ανεβαίνει κάθε Σάββατο και Κυριακή στο Θέατρο Φούρνος σε μετάφραση Εριφύλης Μαρωνίτη και σκηνοθεσία Άσπας Τομπούλη. «Το Ηρεμιστικό», ένα από τα διηγήματα που έγραψε το 1946 ο σπουδαίος Ιρλανδός συγγραφέας, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η Δέσποινα Σαραφείδου (Βραβείο Ερμηνείας Κάρολος Κουν 2018) μιλάει για το έργο, το ρόλο της, τη συνεργασία της με τη σκηνοθέτιδα, καθώς και με τον Σπύρο Βάρελη με τον οποίο βρίσκεται επί σκηνής για 65 λεπτά.
Ποια είναι η επαφή σας με τον κόσμο του Σάμουελ Μπέκετ;
Ας ξεκινήσω με έναν κοινό τόπο. Με πόση ανακούφιση είχα πέσει πάνω στο περίφημο Fail again. Fail better. Πόσο με είχε συναρπάσει ο Λάκυ, στα είκοσί μου. Ή πόσο λαχταρώ να παίξω κάποτε τη Γουΐνι. Τα «υπαρξιακά» -όπως συνήθως χαρακτηρίζονται- γραπτά του Μπέκετ το έχουν αυτό, λειτουργούν ως παραμυθία, δημιουργούν μια παράξενη ευφορία, ένα αίσθημα ελευθερίας. Το συγκεκριμένο κείμενο, «Το Ηρεμιστικό», το πρωτοδιάβασα ως υλικό για μια παράσταση με τη Δήμητρα Αράπογλου, τις «Κακούργες». Και χαίρομαι πολύ που μου δίνεται τώρα η ευκαιρία να «το μιλήσω» στη σκηνή.
Ποιος είναι ο ρόλος σας σε αυτή την παράσταση;
Στο «Ηρεμιστικό» δεν υπάρχουν ρόλοι, υπάρχει ένας άντρας αφηγητής. Οι δύο ηθοποιοί άλλοτε ταυτιζόμαστε με τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή του κειμένου, άλλοτε είμαστε οι αφηγητές της ιστορίας που διηγείται, άλλοτε υπάρχουμε ως περφόρμερ. Όπως το δουλέψαμε με τη σκηνοθετική ματιά της Άσπας Τομπούλη, διατρέχουμε ένα φάσμα τρόπων εκφοράς. Το κείμενο λέγεται ως σκέψη, ως μνήμη ή και ως απεύθυνση στον θεατή.
«Το Ηρεμιστικό» ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ποια είναι τα θέματα του έργου;
Η ιστορία που επινοεί και αφηγείται ο ήρωας είναι μια περιπλάνηση, ξεκινώντας από την εξοχή, μετά στην πόλη ως τη θάλασσα και ξανά πίσω. Δέντρα, ερείπια, η φθορά του χρόνου, η καταβολή του σώματος, φάροι, τα πλοία στο λιμάνι, οι εμμονές, δρόμοι, πλατείες, ένας καθεδρικός ναός, η ανικανότητα για επικοινωνία, η ανησυχία, η λαχτάρα για φυγή, μια διαρκής διαδρομή ποδιών που πονάνε και μυαλού που προσπαθεί να σκεφτεί ή να θυμηθεί, πάντα σε αβεβαιότητα. Αυτό που κυριαρχεί όμως, δίχως να κατονομάζεται, είναι η ανάγκη για μια συνάντηση με ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, κι αυτό αποκομίζει στο τέλος ο αφηγητής από την περιπλάνησή του.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τη σκηνοθέτιδα Άσπα Τομπούλη;
Είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε με την Άσπα, αλλά από την αρχή η επικοινωνία μας ήταν απρόσκοπτη. Δουλέψαμε πολύ πάνω στα νήματα της σκέψης, την προφορικότητα του κειμένου (που έχει και την ιδιομορφία να είναι διήγημα, όχι γραμμένο για το θέατρο), τις μεταστροφές και τα σταματήματα του μυαλού, καθώς «μέσα σ’ ένα κεφάλι βρισκόμαστε», όπως λέει ο αφηγητής, και στο πώς μπορεί να εκφραστεί η ροή της μνήμης. Προσπαθήσαμε να είναι ο λόγος συνεχής, ταυτόχρονα να εμβολίζεται από παύσεις αμνησίας, αλλά και να κρατάει τη φρεσκάδα της ιδέας που τώρα γεννιέται, αποφεύγοντας το «παίξιμο». Η κίνηση, πάλι, προσπαθήσαμε να φέρει κάτι από το βάρος του χειρονομιακού, χωρίς όμως καμιά εκζήτηση.
Πώς σας βλέπουμε στη σκηνή του θεάτρου Φούρνος; Πώς είναι το σκηνικό, τα κοστούμια, οι φωτισμοί;
Το αφαιρετικό σκηνικό και τα ξεχωριστά κοστούμια της Μαρίας Καραθάνου, οι λιτοί αλλά καίριοι φωτισμοί του Αποστόλη Τσατσάκου, καθώς και το ιδιαίτερο ηχοτοπίο και τα ονειρικά βίντεο του Διονύση Σιδηροκαστρίτη, διαμορφώνουν νομίζω ένα εξαιρετικά λειτουργικό περιβάλλον για να ακουστεί ο λόγος του Μπέκετ, μέσα στο οποίο και εμείς οι ηθοποιοί αισθανόμαστε ασφαλείς.
Τι σημαίνει ο τίτλος του έργου;
Από την πρώτη παράγραφο του κειμένου, ο αφηγητής λέει «θα διηγηθώ στον εαυτό μου μία ιστορία, θα επιχειρήσω να διηγηθώ στον εαυτό μου μία άλλη ιστορία για να τον ηρεμήσω». Χωρίς να λέγεται ρητά, υφέρπει η ανησυχία του αφηγητή, ο φόβος του μπροστά στο θάνατο ή, ακόμα περισσότερο μπροστά στη ζωή, ο πανικός της ύπαρξης. Όλη η ιστορία που επινοεί, είναι λοιπόν το ηρεμιστικό του. Με το γνωστό του χιούμορ, ο Μπέκετ βάζει προς το τέλος τον αφηγητή να συναντιέται με έναν άλλο άνθρωπο, που του εγχειρίζει ένα φιαλίδιο, υποθέτουμε ηρεμιστικού, το οποίο όμως δεν πίνει. Ηρεμιστικό εν τέλει είναι, εκτός από την ίδια την ιστορία, οι συναντήσεις του με άλλους διαβάτες, η στιγμιαία έστω ανθρώπινη επαφή – όπως πάλι λέει ο ίδιος, μια «συνάντηση που θα ηρεμούσε λιγάκι».
Πώς νιώθετε που βρίσκεστε επί σκηνής με τον Σπύρο Βάρελη για 65 λεπτά χωρίς διάλειμμα;
Με τον Σπύρο γνωριζόμασταν μέσω της αγαπημένης φίλης Ρούλας Πατεράκη, αλλά δεν είχαμε ξαναπαίξει μαζί. Τον εκτιμώ πολύ ως ηθοποιό / περφόρμερ. Η μπεκετική φιγούρα του, η σταθερότητα και η τρυφερότητα που εκπέμπει είναι για μένα έμπνευση την ώρα της παράστασης.
Πληροφορίες παράστασης
«Το Ηρεμιστικό» του Σάμιουελ Μπέκετ
Μετάφραση: Εριφύλη Μαρωνίτη
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Άσπα Τομπούλη
Σκηνικός χώρος – κοστούμια: Μαρία Καραθάνου
Σχεδιασμός ήχων / εικόνας: Διονύσης Σιδηροκαστρίτης
Φωτισμοί: Αποστόλης Τσατσάκος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στέλλα Παπακωνσταντίνου
Φωτογραφίες / αφίσα: Χρήστος Συμεωνίδης
Επικοινωνία: Δέσποινα Ερρίκου, Ράνια Παπαδοπούλου
Παραγωγή: Θεατρική Εταιρεία Όψεις
Ηθοποιοί: Δέσποινα Σαραφείδου, Σπύρος Βάρελης
Το κείμενο του «Ηρεμιστικού» περιλαμβάνεται στον τόμο «Πρόζες 1945-1980» (Εκδόσεις Πατάκη.
Πού: Θέατρο Φούρνος, Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα, τηλ.. 210 6460748
Πότε: από 14 Δεκεμβρίου 2019 και κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21.00. Έως 26 Ιανουαρίου 2020
Διάρκεια παράστασης: 65 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Εισιτήρια: 12 ευρώ (ολόκληρο), 10 ευρώ (άνω των 65 ετών), 8 ευρώ (φοιτητικό), 5 ευρώ (άνεργοι, ατέλειες)
Λίγα λόγια για το έργο
Ένας μοναχικός άνθρωπος καταφέρνει να βγει από το κατάλυμά του και να φθάσει μέχρι την είσοδο της πόλης. Και εκεί, αρχίζει η νυχτερινή του περιπλάνηση. Ο αφηγητής μιλάει ακατάπαυστα στην προσπάθειά του να επινοήσει μία ιστορία, να φτιάξει την ιστορία εκείνη που θα τον ηρεμήσει.
Ο αφηγητής-επινοητής της ιστορίας του «Ηρεμιστικού» είναι και ο ήρωας της ιστορίας που φτιάχνει. Ανατρέχει στις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας και στο παρελθόν του, κάνει σκέψεις, μιλά για γεγονότα που δεν είμαστε σίγουροι αν είναι πραγματικά ή επινοήσεις του. Με άγρυπνη παρατηρητικότητα και ειρωνικό χιούμορ, καταγράφει τις διαδρομές της μνήμης, του μυαλού και της συνείδησής του μέσα από τον μαγικό και στοχαστικό λόγο του Μπέκετ, όπου το χειροπιαστό, το καθημερινό και το γελοίο συναντιέται με το ονειρικό, το γκροτέσκο και το ποιητικό.
Η νύχτα, οι δρόμοι της έρημης πόλης που παραμένει ανώνυμη, τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών, οι παράδοξες συναντήσεις, οι φόβοι, η ανάγκη του για την ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής, κυριαρχούν σε αυτή την βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Όλη η εμπειρία της περιπλάνησης του, οι συναντήσεις, οι προσδοκίες του, πρέπει να τελειώνουν πάντα «…απαλά, … όπως σβήνουν στη σκάλα τα βήματα εκείνου που αγαπήσαμε, εκείνης που δεν μπόρεσε να αγαπήσει, και δεν θα ξανάρθει πια, το λένε τα βήματά της πως δεν μπόρεσε να αγαπήσει και δεν θα ξανάρθει πια».