Η Ρίτα Λυτού μιλάει για τους «Μίμους» του Ηρώνδα

Ο Λευτέρης Γιοβανίδης μιλάει για «Το Τάβλι»
4 Νοεμβρίου 2019
Τάσος Κωστής: «Χωρίς αλήθεια είναι όλα ψέματα και φαίνονται»
6 Νοεμβρίου 2019

Η ηθοποιός Ρίτα Λυτού ερμηνεύει διάφορους ρόλους στην παράσταση «Οι Μίμοι» του Ηρώνδα που ανεβαίνει στο Θέατρο Σφενδόνη.

 

Από τη Μαριλένα Θεοδωράκου

 

Οι μίμοι ήταν σύντομοι θεατρικοί διάλογοι που ζωντάνευαν μυθολογικά επεισόδια ή στιγμιότυπα του καθημερινού βίου. Η δωρική αυτοσχέδια φάρσα ήταν η πρώτη μορφή που είχε η δραματική τέχνη στην Ελλάδα. Με την άνθηση, όμως, της μεγάλης ποιητικής θεατρικής τέχνης στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, η εικόνα άλλαξε. Το αυτοσχέδιο θέατρο συγκέντρωσε τα έθιμα και τα θέματά του και μετανάστευσε στις δωρικές αποικίες της Σικελίας. Η λέξη μίμος πρωτακούστηκε εκεί. Ο Ηρώνδας σταδιοδρόμησε στο πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα, πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια και την Κω. Το έργο του ήταν άγνωστο έως το 1889, όταν βρέθηκε ένας παπύρινος κύλινδρος με οχτώ μιμοδράματά του. Βρέθηκε σ’ έναν τάφο στην πόλη Μαιγίρ (Μοίρες) της Αιγύπτου μαζί με μια μούμια. Η ανακάλυψη, μάλιστα, αυτή ενέπνευσε στον Κωνσταντίνο Καβάφη το ποίημά του «Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα» (1892).

Στο θέατρο Σφενδόνη ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά η παράσταση «Οι μίμοι» του Ηρώνδα σε σκηνοθεσία Άννας Κοκκίνου. Για τη συνεργασία της με τη σκηνοθέτρια και για την παράσταση μιλάει η Ρίτα Λυτού η οποία ενσαρκώνει διάφορους ρόλους όπως την Κυννώ, την Κοριττώ και την Κύδιλλα.

 

 

 

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας σε αυτή την παράσταση;

Έχω ξανασυνεργαστεί με την ‘Αννα Κοκκίνου και σε προηγούμενες παραστάσεις. Στο Φεστιβάλ Μπέκετ, στο Πηγαινέλα, στον Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν και στο Λίγα απ’ όλα. Ήξερε την επιθυμία μου να ασχοληθώ με κωμωδία, ήθελα πολύ να βουτήξω σ’ αυτά τα νερά και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Είναι μια σχέση που κρατάει μέσα από πολλά χρόνια, αμοιβαίας φιλίας και επαγγελματικής εκτίμησης!

 

Γνωρίζατε για το θέατρο του Ηρώνδα, τι μάθατε από την έρευνα που κάνετε για το έργο;

Οι Μίμοι είναι το πρώτο ας το πούμε λαϊκό θέατρο. Θέατρο δρόμου. Με λεπτά και χοντροκομμένα αστεία και τύπους ως χαρακτήρες. Δουλέψαμε φέρνοντας αυτούς τους τύπους στις μέρες μας, με στοιχεία από συγγενικά και φιλικά πρόσωπα και είναι απίστευτο πώς οι χαρακτήρες αυτοί της ελληνιστικής εποχής είναι τόσο σύγχρονοι σήμερα. Δεν έχει αλλάξει τίποτα από τότε. Οι άνθρωποι ήταν πολύ ελεύθεροι να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, συναισθήματα που δε διαφέρουν από τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Συχνά οι ήρωες είναι με πάθη, αδύναμοι μπροστά στις αδυναμίες τους, και αυτό τους κάνει πολύ αγαπητούς. Το πολύ ενδιαφέρον σ’ αυτή την παράσταση είναι ότι ενώ είναι μια παράσταση φόρμας με μάσκες, υπάρχουν περιθώρια αυτοσχεδιασμού. Αυτό είναι που μ’ ενδιαφέρει στο θέατρο: να υπάρχουν στιγμές που ο ηθοποιός ξεφεύγει -μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο βέβαια- και γεννιέται οργανικά μια δράση που δεν ήταν προσχεδιασμένη. Αγαπώ αυτές τις παραστάσεις, έχουν κάτι πολύ ζωντανό, κι έτσι μπορούν να προκύψουν αναρίθμητα κωμικά επεισόδια.

 

 

Ποιες ήταν οι σκέψεις σας όταν διαβάσατε το κείμενο που έχει μεταφράσει ο Θεόδωρος Στεφανόπουλος;

Η μετάφραση από τον κ. Στεφανόπουλο είναι ένα δείγμα γραφής πολύ καλογραμμένου κειμένου, που όμως δεν είναι ένα σύγγραμμα, αλλά ένας ρέων λόγος, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία μας. Είναι τόσο σπάνιες, λιτές αλλά παράλληλα ζωντανές οι λέξεις του κειμένου αυτού, που κάνει τους ήρωες συμπαθητικούς, τρυφερούς. Ελληνικός λόγος, σπάνιος αλλά και με τρέχουσα λαλιά.

 

Ποιος είναι ο δικός σας ρόλος;

Έχω διάφορους ρόλους στην παράσταση. Την Κυννώ, μια θεούσα, πολύ αυταρχική γυναίκα. Την Κοριττώ, μια λίγο χαζούλα, αλλά και πονηρή. Την Κύδιλλα, μια ποιητική οπτασία που κεντάει, και είναι σα να λέει συνέχεια μια προφητεία. Επίσης, είναι και ο χαραχτήρας που έχω στα ιντερμέδια, μια φιγούρα κλόουν του δρόμου. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες γι’ αυτούς τους Μίμους, γιατί είναι πολύπλευροι, όπως είμαστε εμείς οι άνθρωποι, και διακατέχονται από μυριάδες λεπτομέρειες χαρακτηριστικών. Τους αγαπώ, γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσα να υποταχτώ στα χαρακτηριστικά τους, και να γίνω ο διάμεσός τους. Με βοήθησαν να συμφιλιωθώ με σκοτεινά κομμάτια του εαυτού μου και να απελευθερωθώ.

 

 

Ποια είναι η μάσκα που φοράτε επί σκηνής και κατά πόσο σας βοηθάει στο ρόλο σας;

Φοράω τη μάσκα της Κυννώς και της Κύδιλλας. Στην Κοριττώ φοράω μια περούκα που κρύβει τα μάτια μου. Η μάσκα από μόνη της είναι ένας ρόλος. Η φυσιογνωμία της κουβαλάει τα χαρακτηριστικά του ρόλου και παντρεύεται με το κείμενο. Με βοηθάει, γιατί η εικόνα της δίνει τροφή στη φαντασία μου, γιατί λειτουργώ οπτικά και συναισθηματικά και όχι τόσο με γραμμικότητα όπως μ’ ένα κείμενο που αφορά λέξεις. Μου σμιλεύει την κίνηση του σώματος. Η μορφή της μάσκας πλάθει την ανάλογη φωνή με την κίνηση.

 

Πώς ήταν η συνεργασία σας με την Άννα Κοκκίνου;

Η Άννα είναι μια πολύ χαρισματική σκηνοθέτις, πολύ αυστηρή όπως πρέπει να είναι οι άνθρωποι που τιμούν την ουσία της δουλειάς τους και δεν επαναπαύονται στα στερεότυπα, αλλά προσπαθούν να εφεύρουν νέα γλώσσα και δομή σε μια παράσταση. Είναι ένας άνθρωπος πολύ επίμονος, με σπάνιο χάρισμα στην κατανόηση του νοήματος του λόγου, εμμονική στις παρατηρήσεις της. Αισθάνομαι μεγάλη εμπιστοσύνη στην κρίση της, γεγονός που με κάνει να δώσω ό,τι καλύτερο έχω. Στην Άννα υπάρχει η αίσθηση ενός αντικειμενικά καλού στην οπτική της και σαφώς με συνδέει με τη μεγάλη γενιά ανθρώπων του Θεάτρου που θαυμάζουμε και που γνωρίζουν το αντικείμενο της δουλειάς τους. Σε ό,τι και αν πρότεινα, ήξερα ότι αν ήταν χρήσιμο, θα το διάλεγε.

 

 

 

Υπάρχει κάποιος διάλογος που ακούγεται στην παράσταση που σας δημιουργεί έντονα συναισθήματα;

Λόγου χάρη η Ζηλιάρα. Μια γυναίκα που βγαίνει εκτός εαυτού, επειδή την απατάει ο δούλος της. Με τρομάζει το τυφλό, σκοτεινό πάθος αυτής της γυναίκας για ένα άλλο πρόσωπο, που δε φοβάται και δεν ντρέπεται να το εκφράσει. Αυτή η γυναίκα ξυπνάει κάτι αρχέγονο μιας μητριαρχικής κοινωνίας, έναν ρόγχο που βγαίνει από τα έγκατα. Επίσης, η Κυννώ, η αιώνια θεούσα που είναι και πιστή και συμφεροντολόγα.

 

Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι τα θέματα που πραγματεύεται το έργο;

Πραγματεύεται ακραίες καταστάσεις της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Πάθη σκοτεινά που οι Μίμοι είναι έρμαια.

 

 

 

 

Πληροφορίες παράστασης

«Οι Μίμοι» του Ηρώνδα

Επτά (όχι και τόσο καθημερινές) σκηνές καθημερινότητας

Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Άννα Κοκκίνου

Σκηνικά: Κέννι Μακ Λέλλαν

Κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα

Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

Πρωτότυπη μουσική: Νίκος Βελιώτης

Μάσκες: Μάρθα Φωκά

Επιμέλεια Κίνησης: Βρισηίδα Σολωμού

Βοηθοί Σκηνοθέτιδος: Ειρήνη Κουμπαρούλη

Φωτογραφίες: Μαρούσα Θωμά

Υπεύθυνη Επικοινωνίας: Ελεάννα Γεωργίου

 

Παίζουν: Ρηνιώ Κυριαζή, Νίκος Νίκας, Ρίτα Λυτού, Ειρήνη Κουμπαρούλη, Πάρις Λεόντιος, Άννα Κοκκίνου

 

 

Πού: Θέατρο Σφενδόνη, Μακρή 4, Μακρυγιάννη (Μετρό στάση Ακρόπολη), τηλ. 215 5158968

Πότε: από 1 Νοεμβρίου 2019 και κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 18.30

Εισιτήρια: 15 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων, ΑμεΑ)

 

 

Info

Το μαγικό σύμπαν των Μίμων, πιο κοντά στις περιοχές της Νέας Κωμωδίας, έρχεται πληθωρικό και υποκριτικά ακραίο, ν’ αποκαλύψει τις πρώτες ακόμα πηγές της έκφρασης. Με τους ανθρώπινους τύπους του, μαστροπούς, μεσίτρες, δασκάλους, βιοτέχνες, την ατμόσφαιρα της πολιτείας, τον θόρυβο των δρόμων της, τα μαγαζιά, τα δικαστήρια, τα σχολεία και τα κακόφημα σπίτια της. Ένας κόσμος που βρίσκει τρόπους να ευχαριστιέται και να ευχαριστεί, να διασκεδάζει, να επιβιώνει με πονηριά και χάρη, αν και φτωχός και ξεπεσμένος,  προσφέροντας στιγμές ακριβής ευφορίας. Γιατί πάντα, σε στιγμές που όλα είναι μπερδεμένα και σκοτεινά, πηγαίνοντας κανείς στις πηγές, αποκομίζει γνώση κι ευχαρίστηση, την οποία ελπίζει απλόχερα να προσφέρει στους άλλους.

Οι μίμοι ήταν σύντομοι θεατρικοί διάλογοι που ζωντάνευαν μυθολογικά επεισόδια ή στιγμιότυπα του καθημερινού βίου. Η δωρική αυτοσχέδια φάρσα ήταν η πρώτη μορφή που είχε η δραματική τέχνη στην Ελλάδα. Με την άνθηση, όμως, της μεγάλης ποιητικής θεατρικής τέχνης στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, η εικόνα άλλαξε. Το αυτοσχέδιο θέατρο συγκέντρωσε τα έθιμα και τα θέματά του και μετανάστευσε στις δωρικές αποικίες της Σικελίας. Η λέξη μίμος πρωτακούστηκε εκεί. Ο Ηρώνδας σταδιοδρόμησε στο πρώτο μισό του 3ου π.Χ. αιώνα, πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια και την Κω. Το έργο του ήταν άγνωστο έως το 1889, όταν βρέθηκε ένας παπύρινος κύλινδρος με οχτώ μιμοδράματά του. Βρέθηκε σ’ έναν τάφο στην πόλη Μαιγίρ (Μοίρες) της Αιγύπτου μαζί με μια μούμια. Η ανακάλυψη, μάλιστα, αυτή ενέπνευσε στον Κωνσταντίνο Καβάφη το ποίημά του «Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα» (1892).

Όπως αναφέρει ο Αλέξης Σολομός στο έργο του «Ο Άγιος Βάκχος» [Από τον μίμο]  λείπει ο τελετουργικός χαρακτήρας της τραγωδίας και η μαχητική επικαιρότητα της κωμωδίας. Του λείπει κι ο χορός. Είναι ένα θέατρο δωματίου, όπως θα λέγαμε σήμερα, με τάση για στοχασμό και επιγραμματισμό. Ένα ταπεινό ξύλινο πατάρι και ένας κουρελομπερντές τους είναι αρκετά. Η μόδα τους ξεπετάγεται σαν ρουκέτα στα μεγάλα ελληνικά κέντρα που είναι κορεσμένα από καλλιτεχνική ποιότητα και κουρασμένα από ωριμότητα σκέψης. Κερδίζουν επιδέξια τις λαϊκές μάζες, τον καιρό που αρχίζει η χρεοκοπία της ποιητικής τέχνης. Από ‘δω και μπρος, ο μίμος είναι ένας αυτοσχεδιαστής θεατρίνος που χορεύει, γελάει, τραγουδάει, κάνει τούμπες και μαϊμουδίζει τα πάντα με την έκφραση και την κίνηση. Τα πιο πολλά μιμοδράματα της ελληνιστικής εποχής, στηρίζονται στις πρωτεϊκές ικανότητες των εκτελεστών.  Οι μίμοι δεν έπαψαν να ξεχωρίζουν ανάμεσά μας σαν οι πιο θαυματουργοί ιεροφάντες της ψευδαίσθησης και να κατασκευάζουν με τα πολλά τους ψέματα πολλές αλήθειες. Η τέχνη τους είναι η μόνη δύναμη που βάσταξε αδιάσπαστη τη δύναμη του θεάτρου. Το μιμοθέατρο ήταν πιο προσιτό σε όλους. Τα θέματά του ήταν απλά κι η γλώσσα του λαϊκή. Δεν υπήρχαν γλωσσικοί φραγμοί. Τους καταργούσε η μιμική του προσώπου, του κορμιού και της φωνής. Οι βιοτικές συνθήκες συζητιούνταν πάνω στη σκηνή, οι αδικίες ξεσκεπάζονταν, οι μεγάλοι και τρανοί σατιρίζονταν».