Σοφία Φιλιππίδου: «Πιστεύω πολύ στη δυναμική του έργου και απορώ γιατί δεν ανέβηκε έκτοτε ποτέ ξανά»

Η Αθήνα στο κέντρο του Φεστιβάλ Νέων Δημιουργών της Πειραματικής Σκηνής
23 Απριλίου 2019
Ματίνα Μέγκλα: «Με αφορά οτιδήποτε μπορεί να με εξελίξει»
1 Μαΐου 2019

 

Συνέντευξη: Μαριλένα Θεοδωράκου

 

Μετά την πετυχημένη συμμετοχή της ως Βρούτος στην παράσταση «Κοριολανός- Ιούλιος Καίσαρας» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, η Σοφία Φιλιππίδου ανεβάζει την «Μελάχρα» του Παντελή Χορν στο θέατρο Σταθμός. Η ηθοποιός και σκηνοθέτις μιλάει για τη νεαρή μελαχρινή θεατρίνα Μελάχρα, το έργο του θεατρικού συγγραφέα που ανέβηκε το 1909 από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και που κρίθηκε αυστηρά από τους μεγαλύτερους κριτικούς της εποχής και κατέβηκε αμέσως, καθώς και για το νέο, δικό της ανέβασμα στο οποίο έχει κάνει μια μικρή διασκευή – δραματουργική επεξεργασία με τίτλο «Μελάχρα ή το λουλούδι της φωτιάς».

 

Τι ήταν αυτό που σας έκανε εντύπωση στην πρώτη ανάγνωση του έργου του Παντελή Χορν;

Πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια έψαχνα ένα ελληνικό έργο για την φοιτητική μου ομάδα και επειδή αγάπησα πολύ τον Παντελή Χορν από το σπαραχτικό «Φιντανάκι» που ανέβασα στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρόδου, πήρα τα Απάντα του να διαβάσω και τα άλλα του θεατρικά. Εκεί ανακάλυψα, μεταξύ άλλων, και την Μελάχρα. Η Μελάχρα ανέβηκε το 1909 από τη Νέα Σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη με την ίδια στο ρόλο της τσιγγάνας θεατρίνας Μελάχρας και την αδελφή της στο ρόλο της αντίζηλης της Περουζέ. Και οι δυο τσιγγάνες. Αγαπώ και υπερασπίζομαι τους τσιγγάνους, γιατί νομίζω πως είναι κυνηγημένοι για τη διαφορετικότητα τους. Εξ άλλου είναι γνωστό πως αυτή η φυλή αγαπήθηκε και υμνήθηκε από μεγάλους ποιητές και συγγραφείς όπως και από τον μέγιστο δικό μας Κωστή Παλαμά που στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», «γίνεται» ο ίδιος Γύφτος για να μιλήσει για την ομορφιά, το πάθος, την ελευθερία, τους διωγμούς και τους κατατρεγμούς μέσα από την παράδοση των τσιγγάνων που έρχονται από την Ανατολή.

 

Πώς αποφασίσατε να το σκηνοθετήσετε;

Αρχικά ανέβασα την παράσταση με την φοιτητική ομάδα μου το 2006. Με αυτήν την παράσταση κάναμε και μια μικρή περιοδεία και λάβαμε μέρος σε κάποια διαγωνιστικά φεστιβάλ. Νομίζω όμως πως το όνειρό μου να συστήσω ένα νεοελληνικό έργο μεγάλης αξίας στο κοινό, με την ομάδα μου, δεν πραγματοποιήθηκε και φέτος επιχειρώ ένα δεύτερο ανέβασμα με επαγγελματίες. Πιστεύω πολύ στη δυναμική του έργου και απορώ γιατί δεν ανέβηκε έκτοτε ποτέ ξανά. Ακόμη απορώ γιατί κατέβηκε σε μια νύχτα, τότε το 1909, και γιατί κρίθηκε αυστηρά από τους μεγαλύτερους κριτικούς της εποχής. Είναι λοιπόν ζήτημα πάθους και αγάπης για το έργο και μεγάλης πίστης  θαυμασμού και εκτίμησης για τον Παντελή Χορν, ο οποίος πέθανε πικραμένος για πολλούς λόγους.

 

Ποια ήταν η έρευνα που κάνατε και τι ανακαλύψατε κατά τη διάρκεια της;

Διάβασα όλα όσα υπάρχουν στην πανεπιστημιακή ηλεκτρονική βιβλιοθήκη και, όπως ανέφερα και πριν, τις κριτικές για το έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, του Νίκου Καζαντζάκη, του κριτικού του Νουμά και άλλων. Ο κριτικός του «Νουμά» θεωρεί πως η ζωή των τσιγγάνων μάς είναι ολότελα ξένη. «Ξένες λοιπόν είναι και οι αγάπες και τα μίση και οι εκδικήσεις που ζωγραφίζονται χτυπητά και με κάποια τέχνη στην Μελάχρα. Επομένως θεωρεί το δράμα του Π. Χορν ξένο. Και συνεχίζοντας την εκτενή κριτική του γράφει «χαϊδεύοντας» τις αδελφές Κοτοπούλη  «Γιατί δεν μας σώζει μόνο η ομορφιά. Η ψυχή μας αποζητά κάτι ακόμη. Αποζητάει και την Αλήθεια. Τις αποζητάει συντροφευμένες και τις δυο αυτές αγγελόψυχες αδερφάδες. Και μόνο σαν τις βλέπει σφιχταγκαλιασμένες πάνου στη σκηνή αναγαλλιάζει η ψυχή μας και αναφτερώνεται η σκέψη μας και η κρυφοπερηφανεύεται κάπως το φυλετικό εγώ μας».

Αυτό είναι ένα ενδεικτικό απόσπασμα περί φυλής και αναπτερώσεως του ελληνικού μας εγώ. Θα αναφερθώ και σε ένα απόσπασμα από την κριτική του Γρηγορίου Ξενόπουλου για να πάρετε μια ιδέα «Η Μελάχρα αυτή έχει κάποιο λάθος. Οι θεατές της πρώτης δεν έφυγαν ενθουσιασμένοι. Και ένεκα του αποκρύφου λάθους, το έργον που θα ημπορούσε να κάνει σειράν διασκεδαστικών παραστάσεων ως μια ωραία δραματική φάρσα δεν έπιασε κατά την θεατρικήν φρασεολογία. Ένα εύμορφον ποιητικότατον τσιγγάνικο παραμύθι. Ένα πολύπλοκον και δυνατόν δράμα ζηλοτυπίας. Μας απομακρύνει από την αληθινή ζωή αλλά μας επαναφέρει ύστερα με τα ανθρώπινα αισθήματα του έρωτος και του μίσους και με την δύναμιν του ποιητού, ο οποίος υψώνεται υπεράνω τόπου και χρόνου».

Και τέλος κάτι από το Νίκο Καζαντζάκη o οποίος απορρίπτει τους συμβολισμούς του έργου. Γράφει λοιπόν μεταξύ άλλων: «Εγώ σε άλλο σημείο γενικότερο θα ήθελα να επιμείνω. Θα παρακαλούσα τον Παντελή Χορν να μου επιτρέψει να του πω, να μη χάνει τη δυνατή του προσωπικότητα εξανεμίζοντάς την σε άσαρκα και πτωματώδη σύμβολα. Να μην παθαίνει ότι έπαθε ο κ. Καρκαβίτσας στον Αρχαιολόγο του. Να μη θαμπώνει τα ζωντανά ηλιολουσμένα πλάσματά του με της βόρειας θολούρας τον ανήλιο συμβολισμό».

 

 

Θα θέλατε να μας πείτε τη γνώμη σας για τον συγγραφέα Παντελή Χορν;

Η δική μου γνώμη, και μετά από εκατό και χρόνια, είναι πως έχουμε να κάνουμε με έναν μεγάλο παρεξηγημένο θεατρικό συγγραφέα και άνθρωπο των γραμμάτων. Δημοτικιστή και αναθεωρητή του Νεοελληνικού θεάτρου, αλλά και εισηγητή μιας πιο σύγχρονης βαθιά σπαραχτικής ματιάς στην ελληνική κοινωνία και τα πάθη της. «Το φιντανάκι» του ας πούμε (από το σημείωμά μου από την παράσταση Φιντανάκι στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρόδου το 1998) «είναι ένα παθιασμένα σπαρακτικό έργο απόλυτης ποιότητας που θα ζήσει όσο ζει η Ελλάδα. Αλλά και ένα έργο για τους ανθρώπους του κόσμου. Σε μια αυλή με ένα πηγάδι – απειλή φυτρώνει ένα φιντανάκι. Απ’ αυτήν τη στιγμή όλες οι δυνάμεις της γειτονιάς με αρχηγό την Κατίνα που δρα σαν ακούραστη αράχνη, συνωμοτούν για να το κόψουν βίαια. Δηλητηριασμένες και δηλητηριώδεις ενέργειες διαπλέκονται και φτιάχνουν ένα δράμα που σπαρταράει από ζωή. Η μοίρα των ηρώων μιας μαύρης κοινωνίας που είναι προδιαγεγραμμένη». Η Μελάχρα πάλι κατά τη γνώμη μου πέρα από τον μύθο, την πλοκή, τους διαλόγους και το θέατρο έχει μέσα της καλά κρυμμένη μια αλήθεια. Εδώ, δυο νέοι άνθρωποι ερωτεύονται και θέλουν να ζήσουν ένα παραμύθι. Η φλόγα κάτω από τα κάρβουνα στο καμίνι της καλύβας του σιδερά γέρο Τεμέλκου παίρνει φωτιά. Και πάλι η μοίρα συνωμοτεί για να μη μπορέσουν αυτοί οι δυο νέοι να φύγουν από το τρίγωνο που έχει φτιάξει ο γέρο- αφέντης σιδεράς. Κι αν ακόμη η όμορφη γυναίκα του φεύγει με τον ληστή Γιάσσαρη για να μη πεθάνει ο Νέδος -στην μονομαχία μαζί του -η Μελάχρα θα αναγκαστεί να πάει με τον γέρο. Γίνεται τώρα αυτή η γυναίκα του στη θέση της πρώτης του γυναίκας για να «σώσει» τον εικοσάχρονο Νέδο και την αγάπη της, όμως ο Νέδος είναι καταδικασμένος να είναι δούλος και δεύτερος στην αγάπη της Μελάχρας. Και η ζωή συνεχίζεται. Ο αφέντης μένει στην θέση του! Ο έρωτας των δυο νέων μολύνεται.

 

Πώς έχετε προσεγγίσει την παράσταση σκηνοθετικά;

Έχω διαβάσει προσεχτικά το έργο πολλές φορές. Έκοψα κάποιες φλυαρίες, ενέταξα στο έργο κάποια αποσπάσματα από τον «Σχοινοβάτη» του Ζαν Ζενέ, από την ποίηση του Μπωντλέρ και ένα τραγούδι από το τσιγγάνικο τραγουδιστάρι του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, έγραψα ένα μικρό απόσπασμα από ένα παραμύθι, μιας και η Μελάχρα παίζει σ’ έναν περιοδεύοντα θίασο – στα γύρω χωριά- την κατάξανθη βασιλοπούλα. Έτσι, έχουμε έναν κορμό, την Μελάχρα- παράσταση και γύρω από αυτόν και μέσα από αυτόν σαν νέους καρπούς, άλλο θέατρο. Έτσι παίζοντας με το θέατρο μέσα στο θέατρο, έκτισα την παράσταση που την έντυσα με πολύχρωμα ρούχα, εξαίσιες μουσικές από την Ματούλα Ζαμάνη και χειροποίητα σκηνικά.

 

 

Ποια είναι η ιστορία της Μελάχρας και πώς θα την ακούσουμε μέσω των ηθοποιών;

Βρισκόμαστε σε ένα τσιγγανοχώρι στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Ο γέρος τσιγγάνος Τεμέλκος ο σιδηρουργός, έχει στήσει την καλύβα του με το καμίνι του δίπλα στο δάσος, κάπου στη φύση και δουλεύει το σίδερο και τον μπρούντζο για να φτιάξει σιδεριές, σκάρες, κλειδαριές και άλλα χρηστικά αντικείμενα και να τα πουλήσει στα γύρω χωριά. Έχει για γυναίκα του την κατά πολύ μικρότερη Περουζέ και έναν εικοσάχρονο παραγιό, βοηθό στη δουλειά. Η Περουζέ ερωτεύεται και συνάπτει σχέση με τον κατά πολύ νεότερό της ψυχογιό. Δίπλα στην καλύβα του Τεμέλκου ζει η μάγισσα Βενετιά με τον γιο της Γιάσσαρη- γιο του λήσταρχου Ταμέρλου -που έχει πάρει την αγριάδα του πατέρα του. Ο Γιάσσαρης θέλει κι αυτός να πάρει στην σπηλιά του την Περουζέ, αλλά εκείνη τον αποστρέφεται. Λίγο έξω από την καλύβα, στην κουφάλα ενός δέντρου ζει ο κακοφορμισμένος  πρώην κατάδικος Αγγούπης, που επιβιώνει από θελήματα και είναι επίσης ερωτευμένος τρελά με την όμορφη Περουζέ. Στα γύρω χωριά περιοδεύει ένας θίασος όπου πρωταγωνιστεί η χορεύτρια και θεατρίνα Μελάχρα. Μια μέρα πηγαίνει στην παράσταση ο Νέδος με την Βενετιά και έκτοτε ο Νέδος ερωτεύεται την Μελάχρα που παίζει εκεί την βασιλοπούλα. Η Μελάχρα που έχει δει τα μάτια του νεαρού Νέδου να την κοιτάζουν, το σκάει από τον θίασο και πάει στην καλύβα να τον ψάξει. Τον βρίσκει και τον ερωτεύεται. Από κει και πέρα αρχίζει το παιχνίδι της μοίρας. Η Περουζέ ζηλεύει τρελά και σχεδιάζει την δολοφονία της Μελάχρας… Την «ιστορία» της Μελάχρας, αλλά και όλη τη νέα σύνθεσή μας θα την ακούσουμε απλά, κατανοητά, αληθινά εύχομαι και κυρίως ποιητικά – θεατρικά.

 

Θα θέλατε να μας πείτε για τη χρήση του βιολιού, ως σκηνικό αντικείμενο;

Αν κατάλαβα καλά εννοείτε τι γυρεύει το βιολί στην παράσταση. Ο γέρο Τεμελκος ο Σιδεράς έχει κληρονομήσει κατά κάποιον παραμυθένιο τρόπο «το βιολί της μοίρας». Ο θρύλος λέει πως το βιολί της μοίρας το είχε ένας ερημίτης που ζούσε σε μια σπηλιά. Αναφέρεται και στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά στον ΛΟΓΟ Θ. «ΤΟ ΒΙΟΛΙ».

Αντιγράφω εδώ ενδεικτικά εδώ ένα απόσπασμα

«Και ρίξου, σα σπαθί, δοξάρι,

προς την τετράδιπλη χορδή,

και χτύπα την και σπάραξέ την,

η αρµονία να γεννηθεί.

Γιατί κι ο κόσµος ο βαθύς γεννιέται

πάντα από ‘να πάλεµα σα δοξαριού µε µια χορδή·

κι ό,τι είν’ ωραίο κι ό,τι μεγάλο

στέκει εδώ πέρα, μέσα στη λύσσα ενός πολέµου δουλεύεται,

κι έχει πατέρα το νικητή».

Στην παράστασή μας, όταν ο αφέντης-γέρος σιδηρουργός θέλει τη  γυναίκα του, την βάζει να χορεύει. Αυτός παίζει και εκείνη χορεύει σαν ένδειξη υποταγής του θηλυκού στοιχείου στον άντρα, πάντα κατά την αρχέγονη παράδοση των θρύλων.

 

 

Πώς έγινε η επιλογή των ηθοποιών και πως ήταν η συνεργασία σας μαζί τους;

Η επιλογή των ηθοποιών είναι το καθοριστικό κομμάτι για το ανέβασμα μιας παράστασης που δεν στηρίζεται στα οικονομικά οφέλη και στο συμφέρον, αλλά στο όραμα, στην αγάπη, στο πάθος για την θεατρική πράξη με άλλους όρους κάπως πιο δημιουργικούς και ελεύθερους. Επέλεξα, λοιπόν, ηθοποιούς όχι απαραίτητα «γνωστούς», αλλά που να ταιριάζουν πρώτον στους ρόλους και δεύτερον που να τους γνωρίζω διαισθητικά ή έστω εξ ενστίκτου και που να φλέγονται για θέατρο. Για μένα η διανομή είναι πιο σπουδαία από την αναγνωσιμότητα ή την δημοφιλία. Η συνεργασία μας στηρίχτηκε στην εμπιστοσύνη που μου έχουν οι ηθοποιοί του θιάσου, οι οποίοι είναι όλοι ταλαντούχοι, άξιοι, έξυπνοι και λαμπεροί. Πιστεύω πως όλοι με ακολούθησαν με χαρά και με πίστη και τους ευχαριστώ όλους από τη καρδιά μου γι’ αυτό. Ακόμη νομίζω πως το έργο και οι ρόλοι ήταν ένας ερωτικός πόλος έλξης και η ανάγκη μας να εκφραζόμαστε απελπισμένα μέσα από την δραματική τέχνη με κάποιους όρους καλοσύνης και αγάπης. Νομίζω ακόμη πως έχω να δώσω και δίνω πολλά κατά την διάρκεια των προβών. Όλα τα μυστικά της τέχνης μου είναι στην διάθεσή τους και είμαι εκεί παρούσα για να λύνω όσο μπορώ κάθε θεατρική απορία. Αν και οι απορίες δεν τελειώνουν ποτέ με το θέατρο και ευτυχώς!

 

Ποια είναι η φράση ή σκηνή που ξεχωρίζετε;

«Μέθυσες και εσύ από του δειλινού τα μάγια»;

 

 

 

Πληροφορίες παράστασης

«Μελάχρα ή Το Λουλούδι της Φωτιάς»

Σκηνοθεσία /δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Φιλιππίδου

Μουσική: Ματούλα Ζαμάνη

Σκηνικά /Κοστούμια: Σοφία  Φιλιππίδου

Συνεργάτες σκηνογραφίας: Λία Ασβεστά και Κ.Φ.

Συνεργάτης ενδυματολογικού: Μάγδα Καλορίτη

Χορογραφίες: Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος

Φωτισμοί: Κώστας Αγγέλου

Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Καστρησίου

Βοηθός σκηνογράφου/ Μάσκες: Γιώργης Παρταλίδης

Αφίσα /σχεδιασμός προγράμματος: Πέτρος Παράσχης

Τρέιλερ παράστασης: Κώστας Αυγέρης

Φωτογραφίες από την παράσταση: Πάνος Καραδήμας

Διεύθυνση παραγωγής: Μαίρη Φραγκιαδάκη

 

Παίζουν με σειρά εμφάνισης: Τατιάνα Μελίδου, Γιώργης Παρταλίδης, Ντίνος Φλώρος, Έλενα Μεγγρέλη, Θωμάς Καζάσης, Ρήνος Τζάνης, Δήμητρα Δερζέκου, Σπύρος Δούρος

 

 

Πού: Θέατρο Σταθμός, Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα (Μετρό Μεταξουργείο), τηλ.210 5230267

Πότε: από Δευτέρα 6  Μαΐου 2019 στις 21.00 και κάθε Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00. Έως 28 Μαΐου 2019

Εισιτήρια: 15 ευρώ (Κανονικό), 12 ευρώ(Φοιτητικό),  10 ευρώ (Ανέργων, ΑΜΕΑ, Άνω των 65, Ομαδικές Κρατήσεις άνω των 10 ατόμων)

Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά