Λήδα Μανιατάκου: «Η μουσική στον Γιούγκερμαν λαμβάνει τη διάσταση συμπρωταγωνιστή»

Θανάσης Ζερίτης: «Η φύση του ανθρώπου είναι αυτό που προβληματίζει τα μεγάλα κείμενα»
1 Μαρτίου 2019
Νατάσα Παπαμιχαήλ: «Η Τέχνη είναι η μόνη ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον»
4 Μαρτίου 2019

Η Λήδα Μανιατάκου τραγουδάει, παίζει μουσική και ερμηνεύει τρεις ρόλους στην παράσταση του έργου «Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση που ανεβαίνει στο θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. (Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου).

 

Συνέντευξη: Μαριλένα Θεοδωράκου

 

Το φουαγιέ του θεάτρου Πορεία είναι γεμάτο από κόσμο που περιμένει να χτυπήσει το τρίτο κουδούνι. Κάποιοι συζητούν για τα εισιτήρια που χρειάστηκε να τα κλείσουν εδώ και εβδομάδες καθώς οι παραστάσεις είναι sold out, άλλοι μιλούν για τη «Μεγάλη Χίμαιρα», την «Αγριόπαπια», τις «Τρεις Αδελφές». Το τρίτο κουδούνι χτυπάει για τον «Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση, που παίζεται από τις 28 Νοεμβρίου 2018, σε σκηνική διασκευή Στρατή Πασχάλη και σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. Το σκηνικό δεν προϊδεάζει τον θεατή γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί τις επόμενες τρεις ώρες. Δεν είναι μόνο οι συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών, τα προσεγμένα στη λεπτομέρεια κοστούμια του Άγγελου Μέντη, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η χορογραφία της Κορίνας Κόκκαλη. Είναι η ζωντανή μουσική που διατρέχει όλη την παράσταση και λειτουργεί όχι απλώς συμπληρωματικά, αλλά έχει ρόλο συμπρωταγωνιστή, όπως λέει η Λήδα Μανιατάκου η οποία τραγουδά, παίζει μουσική και ερμηνεύει τρεις ρόλους. Η ηθοποιός, μουσικός, συνθέτης, τραγουδοποιός και ερμηνεύτρια, που υπογράφει επίσης τις μουσικές προσαρμογές και τα ηχοτοπία μαζί με τη Λένα Χατζηγρηγορίου, μιλάει για την παράσταση, για τον Καραγάτση, για τη συνεργασία της με τον Δημήτρη Τάρλοου και για τη μεγάλη επιτυχία που σημειώνει ο Γιούγκερμαν.

 

 

Ομολογώ ότι σας απήλαυσα και στους τρεις ρόλους που ερμηνεύετε. Πώς έχετε καταφέρει να αλλάξετε την προφορά σας, την κίνησή σας, και να υποδύεστε τη Νίτσα, τη γυναίκα που τραγουδά και την Αντιόπη;

Εύχομαι να απολαύσατε και τους τρεις ρόλους όσο απολαμβάνω εγώ να τους ερμηνεύω. Ως ηθοποιοί, οι αλλαγές του ήθους είναι εξ ορισμού η δουλειά μας αλλά και η δημιουργική μας ηδονή. Απολαυστική υπήρξε για μένα η περίοδος των προβών και η διαδικασία χτισίματος των τριών αυτών γυναικείων ρόλων, τους οποίους τροφοδότησα με ψυχικά και συμπεριφορικά υλικά που, ειλικρινά, είτε αγνοούσα είτε αρνιόμουν ότι είχα. Στις δε παραστάσεις, οι γρήγορες εναλλαγές μεταξύ των τριών αυτών περίπλοκων χαρακτήρων σε συνδυασμό με τη ζωντανή μουσική εκτέλεση και τον real time μουσικό αυτοσχεδιασμό είναι για μένα σαν καθημερινή ένεση αδρεναλίνης. Καλούμαι κάθε φορά να αναπαριστώ ένα μωσαϊκό χαρακτήρων, ηθών, ύφους, συμπεριφορών, μουσικότητας και ρυθμικότητας με μια κοινή ενεργειακή «αμπάριζα» που είναι το πάθος μου για τη δουλειά μου, αλλά και το ίδιο το κείμενο του Γιούγκερμαν.

 

Μιλήστε μας για τη μουσική της παράστασης.

Όπως οι χαρακτήρες στον Γιούγκερμαν προέρχονται από διαφορετικές χώρες, κοινωνικά στρώματα και περιβάλλοντα, αντίστοιχα και τα μουσικά θέματα που υποδεικνύει ο ίδιος ο Καραγάτσης στο κείμενο, αποτελούν ένα σύμπλεγμα από τις πλέον ετερόκλιτες μουσικές: γνωστά κλασσικά αριστουργήματα, Leitmotiv και άριες από γνωστές όπερες, jazz standards, λαϊκά και αστικά τραγούδια της εποχής από όλο τον κόσμο και πολλά άλλα. Με τη Λένα Χατζηγρηγορίου επεξεργαστήκαμε υφολογικά, ηχητικά και ενορχηστρωτικά όλο αυτό το υλικό, και ακολουθώντας τον μουσικό χάρτη του ίδιου του Καραγάτση, συνδυασμένο με τα πρωτότυπα μουσικά θέματα της Κατερίνας Πολέμη, στήσαμε μια πλούσια παρτιτούρα που διατρέχει όλη την παράσταση. Δεν υπάρχει τίποτε προηχογραφημένο στον Γιούγκερμαν – η μουσική και τα soundscapes αναδημιουργούνται κάθε φορά σύμφωνα με το ρυθμό και τη δυναμική της κάθε παράστασης. Για το εγχείρημα αυτό χρησιμοποιούμε δεκάδες όργανα παιγμένα με εναλλακτικές τεχνικές, φυσικά υλικά, μικρόφωνα, sound effects κ.α. Για την εκτέλεση της μουσικής έχει μάλιστα επιστρατευτεί όλος ο πολυτάλαντος θίασος του Γιούγκερμαν, με τα εξαιρετικά μουσικά και φωνητικά του προσόντα. Η μουσική στον Γιούγκερμαν λαμβάνει τη διάσταση συμπρωταγωνιστή.

 

Ο Γιάννης Στάνκογλου και η Λήδα Μανιατάκου ερμηνεύουν τον Γιούγκερμαν και την Αντιόπη αντίστοιχα. (Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου).

 

Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τον «Γιούγκερμαν» του Καραγάτση; Γνωρίζατε το κείμενο, το είχατε διαβάσει; Ποιες ήταν οι σκέψεις σας όταν το διαβάσατε; Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι τα θέματα που πραγματεύεται το έργο;

Για χρόνια κοιτούσα με δέος τον δίτομο Γιούγκερμαν στα ράφια της οικογενειακής βιβλιοθήκης. Τελικά τον έπιασα στα χέρια μου στις αρχές της εφηβείας και από τότε τον διάβασα με λατρεία δεκάδες φορές, ανακαλύπτοντας κάθε φορά καινούριες πτυχές του κειμένου. Η μόνη φορά που συνειδητά δεν τον ξαναδιάβασα ήταν, παραδόξως, ακριβώς πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες, κι αυτό για να αφοσιωθώ περισσότερο στους ρόλους μου αυτούς καθεαυτούς, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί στην εύστοχη θεατρική διασκευή του Στρατή Πασχάλη. Πολλά και καίρια είναι τα θέματα που θίγει ο Καραγάτσης στον Γιούγκερμαν και που διέπουν και την παράστασή μας: το ζήτημα του “ξένου” και της ενσωμάτωσής του στην ελληνική κοινωνία, η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η ευτυχία μέσα από την πάλη του απολλώνιου και του διονυσιακού στοιχείου, το χάσμα αγάπης και έρωτα, τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα της εποχής και ειδικά της μεσοπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Ο Γιούγκερμαν είναι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα κι αν ο τεράστιος Καραγάτσης – που έγραψε τον Γιούγκερμαν μόλις στα 26 του χρόνια – είχε γεννηθεί σε άλλη χώρα, το έργο του θα είχε το πιθανότερο τύχει μεγαλύτερης εκτίμησης.

 

Θα θέλατε να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την υποκριτική, τη μουσική, το τραγούδι; Πως ξεκινήσατε, ποιες συνεργασίες ξεχωρίζετε μέχρι σήμερα;

Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε καλλιτεχνικό οικογενειακό περιβάλλον και από νωρίς εξεδήλωσα την αγάπη μου για τη ζωγραφική και τον χορό. Όταν όμως μπήκε η μουσική στον παιδικό μου χάρτη, τα επισκίασε όλα. Με τον δίδυμο αδερφό μου τον Φοίβο φτάσαμε στο κατώφλι μιας καριέρας duo piano, που στο παραπέντε, καλώς ή κακώς, εγκαταλείψαμε – εκείνος για την επιστήμη κι εγώ για άλλα είδη μουσικής και το θέατρο. Ούτε στο θέατρο όμως δόθηκα ολοκληρωτικά. Πριν δέκα χρόνια άφησα τα πάντα πίσω μου και πήγα με υποτροφία Fulbright στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσω performance και interactive media. Μπορώ να πω τελικά ότι αυτό στο οποίο ανήκω ολοκληρωτικά είναι εν γένει η τέχνη και κυρίως η μαθητεία της. Σα σπουδή αντιμετωπίζω τη μέχρι τώρα πορεία μου, σαν μαθητεία τις εναλλαγές των ιδιοτήτων μου, σαν πολύτιμη εμπειρία τις συνεργασίες μου, σαν πνευματική πρόκληση την ενασχόλησή μου με εκ διαμέτρου αντίθετα είδη μουσικής και θεάτρου. Καθόλου δε βιάζομαι να καταλήξω κάπου ή να μου αποδοθεί κάποιος οριστικός τίτλος ή ιδιότητα. Με ενδιαφέρει μόνο να δημιουργώ πράγματα με αφοσίωση και πάθος, να απολαμβάνω τη διαδικασία και να οδηγούμαι σε καινούρια δημιουργικά μονοπάτια ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα και τον εαυτό μου.

 

Παίζετε σε μια παράσταση που έχει τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Κατά τη γνώμη σας σε τι οφείλεται αυτό;

Όπως ξέρουμε, συχνά αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται. Στην περίπτωση του Γιούγκερμαν έχουμε τη μεγάλη χαρά να έχουμε στήσει μια ξεχωριστή παράσταση που τυγχάνει συγκινητικής υποδοχής, τόσο εκ μέρους εκείνων που γνωρίζουν καλά το κείμενο του Καραγάτση και έχουν απαιτήσεις αντίστοιχες της αγάπης τους γι’ αυτό, όσο και εκείνων που προσέρχονται στο θέατρο χωρίς να είναι εξοικειωμένοι με το έργο. Το κοινό που βλέπει την παράσταση αναγνωρίζει την πρόθεση του διασκευαστή (Στρατή Πασχάλη) και του σκηνοθέτη (Δημήτρη Τάρλοου) να αποδοθούν τα νοήματα και η ατμόσφαιρα του κειμένου με απόλυτη συνέπεια και σεβασμό. Εισπράττει τη σκληρή δουλειά και τη γενναία ψυχική και σωματική κατάθεση όλων των υπερταλαντούχων ηθοποιών και μουσικών που ξεπερνούν κάθε βράδυ τους εαυτούς τους για να δημιουργούν το σύμπαν του Γιούγκερμαν. Παρατηρεί την υπέρμετρη φροντίδα με την οποία έχουν γίνει τα σκηνικά και τα κοστούμια. Και κυρίως, αναγνωρίζει και τιμά με τη σταθερή παρουσία του τη συνέπεια με την οποία, όλα αυτά τα χρόνια, το θέατρο Πορεία κρατά ψηλά τον πήχη στο σύγχρονο ελληνικό θεατρικό τοπίο. Στο κοινό του θεάτρου Πορεία, χρόνια τώρα, μπολιάζεται ένα υψηλό θεατρικό ήθος, διαμορφώνοντας θεατές με αξιώσεις.

 

Η Λήδα Μανιατάκου σ τις πρόβες της παράστασης με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοου. (Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου).

 

Πώς ήταν η συνεργασία σας με την Δημήτρη Τάρλοου και τους υπόλοιπους ηθοποιούς;

Είναι σπάνια ευτυχία να δουλεύεις με το Δημήτρη, εντός κι εκτός σκηνής. Είναι ένας σκηνοθέτης που διαλέγει με προσοχή τους ηθοποιούς του και με απεριόριστη αγάπη και σεβασμό τούς εμπιστεύεται το θεατρικό του όραμα – που δεν έχει να κάνει με σκηνοθετικά τρικ, δήθεν μοντερνισμούς ή παράταιρες εκφορές του λόγου, πάρα μόνο με μια ευλάβεια προς το κείμενο και μια βαθιά πίστη ότι το θέατρο πρέπει να έχει ως κέντρο τους ίδιους τους ηθοποιούς και την ανθρώπινη ψυχή, να είναι από τον άνθρωπο, με τον άνθρωπο, για τον άνθρωπο. Η διαδικασία των προβών ήταν μεγάλη δημιουργική απόλαυση γιατί βασίστηκαν στους αυτοσχεδιασμούς, πράγμα που προσωπικά με βοήθησε να κινηθώ με μεγάλη ελευθερία όσον αφορά το στήσιμο των ρόλων μου και της μουσικής. Πόσο μεγάλη ευλογία είναι όμως να συνεργάζεσαι και με τόσο ταλαντούχους συναδέλφους. Κάθε βράδυ, και τις τρεις ώρες που βρίσκομαι επί σκηνής τους παρατηρώ κρατώντας την ανάσα μου. Δεν παύουν να με αιφνιδιάζουν, να με μαγεύουν, να με συγκινούν σε κάθε παράσταση.

 

Ποια είναι η πιο δυνατή σκηνή της παράστασης;

Ο Γιούγκερμαν είναι μια παράσταση σπαρακτική. Η μία δυνατή σκηνή διαδέχεται την άλλη κι ακόμα και πίσω από τις πιο φαινομενικά ανώδυνες στιγμές του έργου κρύβεται μια τεράστια απώλεια, ένας θάνατος, μια ματαίωση, μια ανεπούλωτη πληγή που δεν αργεί να κάνει την εμφάνισή της. Όταν ο Γιούγκερμαν αρχίζει να μετρά απώλειες, ο πόνος είναι αβάσταχτος και για μας. Για μένα η απώλεια που με συγκλονίζει είναι η τρέλα του Καραμάνου και ο αποχαιρετισμός τους στο κρεβάτι του φρενοκομείου. «Δεν ξέρεις τι πάει να πει ύπνος Βάσια», είναι η φράση που σταθερά μου φέρνει δάκρυα σε κάθε παράσταση.

 

 

Πληροφορίες παράστασης

«Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση

Διασκευή: Στρατής Πασχάλης

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου

Σκηνικά: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, Δημήτρης Αγγέλης

Κοστούμια: Άγγελος Μέντης

Πρωτότυπη Μουσική: Κατερίνα Πολέμη

Μουσικές προσαρμογές – Ηχοτοπία: Λένα Χατζηγρηγορίου, Λήδα Μανιατάκου

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Χορογραφία – Επιμέλεια κίνησης: Κορίνα Κόκκαλη

Σχεδιασμός μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου

Σχεδιασμός κομμώσεων: Χρόνης Τζήμος

Βοηθοί σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα,  Θωμαΐς Γκερλεκτσή, Ελένη Χαλαστάνη

Βοηθοί σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος, Λίνα Σταυροπούλου

Βοηθός χορογράφου: Χριστιάνα Κοσιάρη

Βοηθός φωτιστή: Ναυσικά Χριστοδουλάκου

 

ΔΙΑΝΟΜΗ

Γιούγκερμαν: Γιάννης Στάνκογλου

Μιχάλης Καραμάνος: Χρήστος Μαλάκης

Ντάινα / Λίλη: Ζέτα Μακρυπούλια

Βούλα: Θάλεια Σταματέλου

Γιώργος Μάζης / Αστυφύλακας: Γιάννης Καπελέρης

Κλεό: Πολύδωρος Βογιατζής

Σκλαβογιάννης / Διευθυντής Τραπέζης / Κάρλ: Χάρης Εμμανουήλ

Θωμάς Παπαδέλης / Σύμβουλος Οικονομικών / Ντε Κρεσύ: Γιάννης Νταλιάνης

Αλκμήνη: Δανάη Σαριδάκη

Ασπασία / Μητέρα Καραμάνου / Σάσα: Καίτη Μανωλιδάκη

Λιάπκιν / Μόγιας / Πρίγκηψ Αρκάνωφ: Δημήτρης Μπίτος

Γερο-Στρατής / Υπηρέτης: Νίκος Καλαμό

Νίτσα / Γυναίκα που τραγουδά / Αντιόπη: Λήδα Μανιατάκου

Παύλος / Νεαρός: Αλκιβιάδης Μαγγόνας

Έφη / Πόρνη 1 / Συνοδός Γιώργου Μάζη: Μπίλιω Μαρνέλη

Τσιγγάνα / Συνοδός Κλεό: Κορίνα Κόκκαλη

Νάσος / Υπάλληλος: Ανδρέας Νάτσιος

Κυρία Αντωνοπούλου / Πόρνη 2: Ελένη Χαλαστάνη

Μικρός Γιούγκερμαν: Άγγελος Πιλιτσίδης, Μάριος Σουλτάτης, Αντώνης Στάμου, Φίλιππος Τάρλοου

Μουσικός επί σκηνής: Λένα Χατζηγρηγορίου

 

 

Πού: Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλατεία Βικτωρίας, τηλ. 210 8210991, 210 8210082, www.poreiatheatre.com

Πότε: Τετάρτη και Κυριακή στις 19.00, Πέμπτη, Παρασκευή στις 20.00, Σάββατο στις 20.30

Εισιτήρια: Τετάρτη (λαϊκή) VIP ζώνη: 20 ευρώ, Α’, Β’ ζώνη: 15 ευρώ, Γ’ ζώνη: 14 ευρώ, Πέμπτη έως Κυριακή: VIP ζώνη: 25 ευρώ, A’ ζώνη: 20 ευρώ, Β’ ζώνη: 17 ευρώ, Γ’ ζώνη: 14 ευρώ, senior (άνω των 65): 17 ευρώ, φοιτητικό, νεανικό (κάτω των 22), ανέργων, ΑμεΑ: 15 ευρώ (σε συγκεκριμένες θέσεις της Α’ & Β’ ζώνης)

Διάρκεια: 180 λεπτά, με διάλειμμα

 

Κάθε Πέμπτη με αγγλικούς υπέρτιτλους. Προτεινόμενες θέσεις: κεντρικό και δεξί διάζωμα, όπως φαίνονται στην οθόνη.

 

 

Info

Ο κεντρικός ήρωας, ο Φιλανδός Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, γόνος πλούσιας οικογένειας, Ίλαρχος της Λευκής Φρουράς του τσάρου, ένας τυχοδιώκτης που παλεύει με τα φαντάσματά του, οδηγείται μετά τη ρωσική επανάσταση στην Ελλάδα. Το παρελθόν του βαραίνει ένας φόνος, μια γυναίκα που μοιραζόταν μ’ έναν Ανθυπολοχαγό, εμπορία ναρκωτικών, κραιπάλες κάθε είδους, το ποτό, η χαρτοπαιξία, οι εκβιασμοί, οι απάτες… Δαιμόνιος και αδίστακτος, στη νέα του πατρίδα ανέρχεται κοινωνικά αποκτώντας μία σημαντική θέση στην τράπεζα, πλούτο και γόητρο, ένας «αλήτης αριστοκράτης» που κάτω απ’ τον αδυσώπητο ελληνικό ήλιο θα έρθει αντιμέτωπος με τον εαυτό του, με τον αληθινό έρωτα και με το τραγικό στοιχείο.

Το μυθιστόρημα, το τρίτο του συγγραφέα, γράφτηκε το 1938, δύο χρόνια μετά τη Χίμαιρα και πέντε χρόνια μετά τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν, μαζί με τα οποία σχηματίζει την τριλογία με τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. Πλάι στο ενδελεχές ψυχογράφημα του ήρωα, ο «παραμυθάς από ράτσα» Καραγάτσης στο μυθιστόρημά του αυτό απεικονίζει με γλαφυρότητα την κοινωνική και πολιτική κατάσταση της μεσοπολεμικής Ελλάδας και καταθέτει την οπτική του γύρω από τη μπολσεβίκικη επανάσταση, τον κομμουνισμό, το τσαρικό καθεστώς.

Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Δημήτρης Τάρλοου, σημειώνει: «Ο Γιούγκερμαν, αυτός ο θεόθεν αριστοκράτης και αλήτης, θα κυνηγήσει με αυτοκαταστροφική μανία τον πλούτο, τη δόξα, την εξουσία, τις γυναίκες, θα τα κατακτήσει όλα, για να συνειδητοποιήσει μέσω του συγγραφέα Καραμάνου πως για τον καθένα μας μονάχα ένα κορίτσι υπάρχει σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η σοφή μετατόπιση θα σημάνει και το αναπόφευκτο μας τέλος, όπως λέει και ο Καραμάνος: “Η μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος.” Το βασικό, το πρωταρχικό τραύμα, ανελέητο, όσο και βασανιστικό, μας στέλνει όλους στην αγκαλιά της μητέρας μας, που μας περιμένει πανέμορφη, παγωμένη κι ακίνητη, για να αναπαυθούμε για πάντα κοντά της».

Ο διασκευαστής του μυθιστορήματος, Στρατής Πασχάλης, αναφέρει σε σχέση με το έργο του: «Στον “Γιούγκερμαν” η διασκευή ανασυνθέτει τα βιογραφικά γεγονότα του μυθιστορήματος σ’ ένα σκηνικό ονειρόδραμα που συνδυάζει το ρεαλιστικό και το παράδοξο, το ποιητικό και το γκροτέσκο. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Την ιδέα για κάτι τέτοιο μου την έδωσε το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος, “Τα στερνά του Γιούγκερμαν”, ένα παραλήρημα εικόνων, γεγονότων και προσώπων όπου η φαντασία δρα ελεύθερα και υπονομεύει την πραγματικότητα. Όλο το έργο είναι ένα τεράστιο φλας μπακ που καταλήγει στην αποκάλυψη ενός γεγονότος από το παρελθόν, το οποίο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης λειτουργεί συνεχώς, κάτω και γύρω από τα λόγια των βασικών ηρώων, χωρίς να φανερώνεται απόλυτα στον θεατή… Τάμερφορς, Πειραιάς, Αθήνα, Μυτιλήνη, Ακράτα, Θεσσαλονίκη, Κεντρική Ευρώπη, Γκρενόμπλ… Κοσμοπολιτισμός και ρίζες, μέσα σ’ έναν ξέφρενο μα και ηδονικό εφιάλτη γεμάτο πάθη, μοναξιά, σκληρότητα, μα και βαθιά ανθρωπιά».