
Ο Γιώργος Πατεράκης και η «Γκαλερί δραμάτων»
18 Φεβρουαρίου 2019
Βίλια Χατζοπούλου: «Ένας μονόλογος λέγεται από εξαιρετική ανάγκη ή από σφοδρή επιθυμία»
20 Φεβρουαρίου 2019
Συνέντευξη: Μαριλένα Θεοδωράκου
Είναι το πρώτο μέρος μιας θεατρικής τριλογίας για τη βία και τη βλακεία. Η Γεωργία Ανδρέου μιλάει για την παράσταση του έργου «Λέσχη Γονεοκτόνων», την αμφιλεγόμενη και καυστική συλλογή διηγημάτων του Αμβρόσιου Μπιρς, που αποτελείται από τέσσερις ιστορίες, μέσα από τις οποίες οι ήρωες αφηγούνται με ωμότητα, παγερή ειρωνεία, και αυτοκυριαρχία, πώς σκότωσαν γονείς και λοιπούς συγγενείς, κάτω από συνθήκες ιδιαζόντως ειδεχθείς. Η σκηνοθέτις επιδιώκει να ενορχηστρώσει τον κυνισμό. Να βυθιστεί, μαζί με τους αντι-ήρωες στο υποσυνείδητο του καθενός και να ερευνήσει όχι γιατί ο Μπιρς έγραψε ένα τέτοιο έργο, αλλά με ποιο τρόπο οι άνθρωποι εξακολουθούμε να συνδεόμαστε με αυτό. Οι σκοτεινές μελωδίες και οι οργισμένες νότες των Okwaho φωτίζουν τον ψυχισμό των ηρώων, πλαισιώνουν τη δράση και συμπαρασύρουν τους θεατές σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό.
Η αρχή. «Πριν αρκετά χρόνια, παραθερίζοντας σε μία ειδυλλιακή παράλια της Πελοποννήσου έπεσε τυχαία στα χέρια μου το έργο του Αμβρόσιου Μπιρς, “Λέσχη Γονεοκτόνων”. Η στιγμή σίγουρα δεν ήταν κατάλληλη, αλλά τα έργο ήταν αρκετά δυνατό για να με κρατήσει» εξηγεί η σκηνοθέτις Γεωργία Ανδρέου. «Διαβάζοντας το κείμενο, έπιασα τον εαυτό μου να μειδιά, αρκετές φορές, με το ιδιαίτερο χιούμορ του Μπιρς, τη μακάβρια αίσθηση αστεϊσμού και τα βιτριολικά, υπόρρητα σχόλια της γραφής του. Δεν μπόρεσα να μείνω ασυγκίνητη μπροστά στον θυμό, την πίκρα και τη δύναμη της πένας του, κάτι που τότε μου φάνηκε απλά ως μια εκδήλωση της ιδιαίτερης προσωπικότητας του συγγραφέα και της αμφιλεγόμενης ψυχοσύνθεσης του. Τελειώνοντας το βιβλίο, αρχικά, μου έμεινε η αίσθηση μιας βαθιά διαστρεβλωμένης όψης της πραγματικότητας και το θέμα έμεινε εκεί, απορώντας πως το μυαλό ενός ανθρώπου μπορεί να γεννήσει τέτοιες ιστορίες. Τότε ήταν που μου ήρθαν στο μυαλό οι λέξεις αμφιλεγόμενη και καυστική σάτιρα».
Οι σκέψεις για το έργο. «Οι σκέψεις μου επαναπροσδιοριστήκαν, ριζικά, μερικά χρόνια αργότερα, και μετά τα φοβερά γεγονότα του 2011, όταν αισθάνθηκα πως οι ζοφερές εικόνες από τα κείμενα του Μπιρς ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια μου. Οι εξελίξεις γύρω μου ήταν ραγδαίες, η εικόνα της χώρας μου αλλαγμένη, από όλες τις απόψεις, ανεπιστρεπτί, η βία, η σκληρότητα, η αγωνία, η οργή, η απόγνωση ήταν έκδηλες παντού, ή τουλάχιστον εγώ μπορούσα πλέον να τις αντιληφθώ εντονότερα. Η γενικότερη εικόνα που εισέπραττα από τους ανθρώπους γύρω μου συμπυκνώνονται στην φράση που συχνά άκουγα: “Κοιμήθηκα στον παράδεισο και ξύπνησα στην κόλαση”. Μια μέρα έκανα το λάθος και άνοιξα την τηλεόραση, έτυχε να δω ένα δελτίο ειδήσεων και έμεινα αποσβολωμένη να παρακολουθώ έναν καταιγισμό εφιαλτικών εικόνων και αποτρόπαιων ειδήσεων. Πράγματα που δεν χωράει ο ανθρώπινος νους, το ένα μετά το άλλο, με εντυπωσιακή συχνότητα και τραχύτητα, κάθε λογής θηριωδίες. Και τότε μου ήρθε ξανά στο νου η “Λέσχη Γονεοκτόνων”. Δεν ήταν απλά ένα horror fiction έργο, αλλά η αποτύπωση ενός στιγμιότυπου της πραγματικότητας με ώμο, βάναυσο, κυνικό και σαρκαστικό τρόπο. Αυτά που αναφέρει ο Μπιρς στο βιβλίο του, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αποσπάσματα από το καθημερινό δελτίο Τύπου. Η ακρότητα των πράξεων και η αγριότητα των ηρώων ήταν πλέον, στα δικά μου μάτια, σκηνές της βιωμένης καθημερινότητας, σ’ ένα τοπίο ζοφερό, δυστοπικό, ρημαγμένο. Η διαχρονικότητα της θεματικής του κειμένου μού έφερε στο νου πως, ιστορικά, διανύουμε ένα νέο μεσαίωνα, μια περίοδο σκοταδισμού και αγριότητας, όπως συμβαίνει άλλωστε πάντα στις μεταβατικές περιόδους, στην ιστορία και την πορεία, αυτού του είδους του sapiens, στο οποίο ανήκουμε. Έτσι, συνέλαβα την ιδέα μιας θεατρικής τριλογίας για τη βία και τη βλακεία. Η “Λέσχη” είναι το πρώτο μέρος αυτής της τριλογίας. Ο ίδιος ο Μπιρς άλλωστε, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, και ένας από τους πρωτοπόρους του ρεπορτάζ, στα κείμενά του καυτηρίαζε ανελέητα την κάθε λογής υποκρισία και την εξουσία από όπου κι αν προέρχονταν – τους θεματοφύλακες κάθε είδους θρησκείας, τους διεφθαρμένους πολιτικούς, τους κλέφτες και απατεώνες, τους υπερφίαλους καλλιτέχνες, τους άθεους, τους ηλίθιους και εν γένει τα καθάρματα κάθε βαθμίδας και κατηγορίας».
Μετάφραση, δραματουργία, σκηνοθεσία. «Προσεγγίζοντας το κείμενο ήρθαμε αντιμέτωποι με αρκετές προκλήσεις» συνεχίζει η σκηνοθέτις. «Καταρχάς, η σειρά των διηγημάτων έπρεπε να επαναδιαμορφώθει (σε σχέση με την πρωτότυπη έκδοση) προκειμένου να εξυπηρετεί δραματουργικά και σκηνοθετικά με τον επιθυμητό τρόπο την απόδοση της κλιμάκωσης της βίας και της διαμόρφωσης των ηρώων. Επιπλέον, θελήσαμε να κρατήσουμε στη μετάφραση το ύφος και τον λόγο του Μπιρς, μακροπερίοδο, παρατακτικό, γεμάτο αλληγορίες και σοκαριστικές περιγραφές που αγγίζουν τα όρια της παρωδίας. Για τούτο τον λόγο ήταν και δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί. Η γλώσσα, επίσης, έπρεπε να λειανθεί καθώς μιλάμε για κείμενα που γράφτηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η γλώσσα του Μπιρς δύσκολη, περιπεπλεγμένη, τρομακτικά λεπτομερής και πλούσια σε ιδιωματισμούς και υπονοούμενα, έκανε το έργο της μετάφρασης ιδιαίτερα δύσκολο. Μετά από πολλαπλές αναγνώσεις έγιναν οι απαραίτητες προσαρμογές, ώστε να μεταφερθεί οργανικά το έργο, ως μία τετράπτυχη καταβύθιση στο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο, ρίχνοντας φως στο τι μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στο κακό (και στο ακόμα χειρότερο). Η μετάφραση είναι επί της ουσίας έργο συλλογικό και δεν θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμβολή και την υποστήριξη των φίλων που σιωπηρά και αποτελεσματικά με στηρίζουν όλον αυτόν το καιρό. Στο κομμάτι της μετάφρασης θέλω ειλικρινά να ευχαριστήσω την Ελίνα, τον Πέτρο, τον Γιάννη, την Άννα, την Ιωάννα, τον Πέτρο, αλλά και όλους όσους βοήθησαν στην επίτευξη αυτού του δύσκολου εγχειρήματος. Θα ήθελα επίσης, να τονίσω ότι η “Λέσχη” είναι μια no budget παραγωγή. Και δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την πολύτιμη αρωγή και τη στήριξη όλων αυτών των ανθρώπων που για τόσο καιρό δουλεύουμε, χωρίς καμία οικονομική στήριξη και φυσικά χωρίς καμία οικονομική απολαβή. Σε πείσμα των καιρών και κόντρα στα αρνητικά διδάγματα της εποχής, καταδεικνύοντας ότι όταν υπάρχει πείσμα, θέληση και φιλότιμο όλα είναι δυνατά».
Η υπόθεση. «Η “Λέσχη Γονεοκτόνων” αποτελείται από τέσσερις ιστορίες – μονολόγους, μέσα από τους οποίους οι ήρωες αφηγούνται με ωμότητα, μακάβριο χιούμορ, παγερή ειρωνεία, και αξιοζήλευτη αυτοκυριαρχία, πώς σκότωσαν γονείς και λοιπούς συγγενείς, κάτω από συνθήκες μοναδικής αγριότητας. Αδίστακτοι, πνευματικά και ψυχικά προκλητικοί, διαστροφικά χαρισματικοί, βιαιοπραγούν με τον πιο βάναυσο τρόπο, ελπίζοντας να απεγκλωβιστούν από τις δυσκολίες που τους εμποδίζουν να πορευτούν όπως επιθυμούν στη ζωή, διεκδικώντας … μια ελευθερία (ύπαρξης και δράσης). Στο “Έλαιον κυνός” (ερμηνεύει ο Δημήτρης Μανδρινός) ο αφηγητής συνδράμει τον πατέρα του στο ιδιόκτητο εργαστήρι παραγωγής κυνελαίου και τη μητέρα του που “βοηθούσε γυναίκες να απαλλαγούν από ανεπιθύμητα μωρά”. Όταν η επιθυμία για κέρδος κατακλύζει τους γονείς του οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες και καταστροφικές. Ο “Υπνωτιστής”, (ερμηνεύει ο Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος) έχει το χάρισμα να υπνωτίζει “και άλλα παρόμοια φαινόμενα”, δεξιότητες που χρησιμοποιεί για να βγάλει από τη μέση ανθρώπους. Όταν οι γονείς του τού αρνούνται τροφή τους σκοτώνει αναγκάζοντάς τους να αλληλοεξοντωθούν, αφού πρώτα τους πείθει πως είναι άγρια άλογα. Ο αφηγητής του “Ένας ατελής εμπρησμός” (ερμηνεύει ο Σπυρίδων Ξένος) αποφασίζει να σκοτώσει τον πατέρα του γιατί του απέκρυψε ένα μουσικό κουτί κατά τη μοιρασιά των λαφύρων της ληστείας που διέπραξαν. Στη συνέχεια έκρινε σκόπιμο “να απαλλάξει” και τη μητέρα του “από τα βάσανά της”. Η προσπάθειά του να κάψει τα πτώματα για να απαλλαγεί από τα ενοχοποιητικά στοιχεία έχει απρόβλεπτες συνέπειες. “Ο Αγαπημένος μου Φόνος” (σε ρόλο έκπληξη, η Μαρβίνα Πιτυχούτη) ξεκινά με την ομολογία του ήρωα ενώπιον του δικαστηρίου ότι σκότωσε τη μητέρα του, γεγονός όμως μηδαμινής σημασίας μπροστά στην ωμότητα της πρότερης δολοφονίας του θείου του. Η αφήγηση συνεχίζει με την περιγραφή του φόνου, που τέτοια ήταν η θηρωδία της πράξης ώστε ο δικαστής αθωώνει τον δράστη για τη δολοφονία της μητέρας του».
Τα θέματα. «Μέσα από τη “Λέσχη Γονεοκτόνων”, ο κόσμος της φλεγόμενης σκέψης του Μπιρς αποκαλύπτεται ως μελέτη μιας κοινωνίας που αναγνωρίζει και παλεύει με τα βαθύτερα ένστικτά της, προκειμένου να φτάσει στη λύτρωση και την ενηλικίωσή της. Ο “πικρόχολος” Μπιρς παρουσιάζει το δύσμορφο πρόσωπο αυτής της κοινωνίας, βουτηγμένης στη βία και την παρακμή, στην οποία ο καθένας δρώντας είτε ατομικά, είτε συλλογικά, με το προσωπείο της εξουσίας, επιβεβαιώνει τη Σοφόκλεια ρήση, πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει. Πίσω από το ακραίο χιούμορ του, οι ιστορίες του φανερώνουν την αγωνία του για την στηλίτευση του εκφυλισμού και της ύβρεως. Με τον πιο εκκωφαντικό και βάναυσο τρόπο, περιγράφει τη διαφθορά, την απληστία, τη ματαιοδοξία, την ηθική αποχαύνωση, την πνευματική τελμάτωση, την απομόνωση, την εχθρότητα, την αποξένωση, την ευθύνη, το όριο, την αποσάθρωση των οικογενειακών δεσμών, τα μεγάλα μυστήρια: την ανθρώπινη φύση, την αμαρτία, τη λύτρωση, την αγάπη, το κακό, την προσωπική πορεία προς το θάνατο».
Η σκηνοθεσία της παράστασης. «Είδα τη “Λέσχη Γονεοκτόνων” ως μια σπονδυλωτή ανατομία της βίας και του ατέρμονου κύκλου της, της κοινωνικής σήψης και της υποκρισίας. Μέσα από κάθε μία από τις τέσσερις ιστορίες αναλύεται κλιμακωτά και αντιστοίχως η κυοφορία, η γένεση, η οργάνωση και το ξέσπασμα της βίας, καθώς μετουσιώνεται σε εξουσία. Θέτοντας το ερώτημα τι διαφθείρεται τελικά πρώτα, η ατομική ή η συλλογική συνείδηση; Έτσι, η παράσταση ενορχηστρώθηκε ως ένα σκοτεινό, παραβολικό ξέφρενο τραγούδι για την άγρια περιπέτεια της ενηλικίωσης ατομικής και κοινωνικής, μια εγκάρσια τομή στην ανθρώπινη ψυχή και την κοινωνική παθογένεια. Η ιδέα ήταν ένα θέαμα που θα αντιγυρίζει στον θεατή τη νοσηρότητα και τη βία στην οποία ο καθένας από εμάς είναι εθισμένος στην καθημερινότητά του, παροτρύνοντάς μας να πάρουμε θέση. Υπό το πρίσμα αυτό, οι φωτιστικές και ενδυματολογικές επιλογές επιδιώκουν να υπογραμμίσουν τη διαχρονικότητα του φαινομένου και να αποδώσουν τον κύκλο της βίας, που άλλοτε πιέζει ασφυκτικά τον ήρωα και άλλοτε εκτονώνεται σε βίαια ξεσπάσματα, τον καταπίνει ή τον αποβάλλει. Ο σκηνικός χώρος της δράσης είναι ο κενός χώρος που δημιουργείται από την απουσία συναισθημάτων και αξιών, καθώς και το κανονιστικό σύστημα. Ως υπόρρητα σχόλια, εικόνες και ήχοι σύγχρονης βίας -εσωτερικής, πολιτικής και κοινωνικής-, γεμίζουν και επανανοηματοδοτούν το κενό. Ο doom sludge metal ήχος των Okwaho φωτίζει τον ψυχισμό των ηρώων, πλαισιώνει τη δράση και συμπαρασύρει τους θεατές σε έναν ασφυκτικό κλοιό. Μουσικοί και θεατές παρακολουθούν, συμπάσχουν και συνάμα εγκιβωτίζουν από κοινού τον δρώντα και ταυτόχρονα πάσχοντα αντί-ήρωα. Γίνονται άλλοτε το θύμα και άλλοτε το πλήθος, που καθρεφτίζει και καθρεφτίζεται. Ελπίζοντας πως οριοθετώντας κατά αυτόν τον τρόπο την δράση και την πλοκή, το εγχείρημα θα επιτρέψει στο κοινό να σχετιστεί καλύτερα με τους χαρακτήρες και θα εντείνει τον προβληματισμό, όχι του γιατί ο Bierce έγραψε ένα τέτοιο έργο, αλλά με ποιο τρόπο οι άνθρωποι εξακολουθούν να συνδέονται με αυτό».
Συνεργασία με τους Okwaho. «Όταν κατέληξα πως θα ήθελα να παρασταθεί η “Λέσχη”, μού ήταν ξεκάθαρο ότι ο ήχος της παράστασης επιθυμούσα να είναι metal, τραχύς, άγριος και ανυπότακτος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω τον Χρήστο Παναγούλια, sound designer της παράστασης, που μου έκανε ένα εμπεριστατωμένο και αυστηρό “μάθημα” πάνω στην metal μουσική και τα υποείδη της. Οι μουσικές του ατμόσφαιρες, με βοήθησαν να καταλήξω για το ύφος και το χρώμα της παράστασης. Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης μπάντας για συνεργασία, γνώρισα τον Αντρέα, τον ντράμερ μας, που με κέρδισε με την ευγένεια, το ήθος του και τη δημιουργικότητά του. Η εικόνα ολοκληρώθηκε με τον Γιώργο τον κιθαρίστα, τραγουδιστή και συνθέτη των Okwaho – ένα πλάσμα ταλαντούχο και γεμάτο όρεξη για δουλειά. Οι μουσικές του με ενθουσίασαν σε βαθμό που δυσκολεύτηκα πολύ να διαλέξω τι θα κρατήσω και τι θα αφήσω απ’ έξω. Όταν έχεις τέτοιους συνεργάτες η δουλειά γίνεται διασκέδαση. Έπειτα προστέθηκε και ο ψηλός μας ο Βασίλης, χαμογελαστός και ευπροσήγορος, καθώς ο μπασίστας του συγκροτήματος δεν ήταν δυνατό να είναι μαζί μας. Περάσαμε άπειρες ώρες μαζί και μοιραστήκαμε απίστευτες στιγμές δημιουργίας, κεφιού, ενθουσιασμού, αγωνίας και έμπνευσης. Η πορεία μας ήταν παράλληλη, καθώς αλληλοσυμπληρωνόμασταν. Μουσική και σκηνοθεσία ήταν σε απόλυτη συμφωνία και μοίρασμα για την επίτευξη των στόχων μας. Οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτά τα αγόρια, γιατί χωρίς εκείνους το εγχείρημα, ειλικρινά, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί».
Πληροφορίες παράστασης
«Λέσχη Γονεοκτόνων» του Αμβρόσιου Μπιρς
Μετάφραση, δραματουργία, σκηνοθεσία: Γεωργία Ανδρέου
Πρωτότυπη μουσική – ζωντανά στη σκηνή: Okwaho
Εικαστική επιμέλεια, κοστούμια: Βασίλης Μπαρμπαρίγος
Επιμέλεια ήχου, Sound design: Χρήστος Παναγούλιας
Επιμέλεια κίνησης: Ζέφη Μπαρτζώκα
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Σίσσυ Πετροπούλου
Σχεδιασμός φωτισμού: Παναγιώτης Λαμπής
Video – Graphic design: Τηλέμαχος Βαρσαμάς
Βοηθοί σκηνοθέτη: Ελίνα Φιλοπούλου, Γιάννης Παπαϊωάννου
Ηθοποιοί (με σειρά εμφάνισης): Δημήτρης Μανδρινός, Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος, Σπυρίδων Ξένος, Μαρβίνα Πιτυχούτη
Πού: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206, (ύψος Χαμοστέρνας), Ταύρος, τηλ. 210 3418550 και 210 3418579
Πότε: 21 και 28/2/2019, 7/3/2019, στις 21.00
Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Εισιτήρια: Γενική είσοδος 12 ευρώ, Μειωμένη τιμή 8 ευρώ, Ειδική τιμή 5 ευρώ
Η παράσταση είναι ακατάλληλη για νέους κάτω των 17 ετών.

Η Γεωργία Ανδρέου υπογράφει τη μετάφραση, τη σκηνοθεσία και τη δραματουργία της παράστασης «Λέσχη Γονεοκτόνων».
Λίγα λόγια για τη Γεωργία Ανδρέου και τους Okwaho
Γεωργία Ανδρέου
Σκηνοθέτης, ηθοποιός, αρχαιολόγος. Ζει και δημιουργεί στην Αθήνα, ενώ, παράλληλα με το θέατρο, δραστηριοποιείται στην Ειδική Αγωγή. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων, με μεταπτυχιακό τίτλο στη Διαχείριση Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Έχει σπουδάσει υποκριτική στην Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης «Βεάκη» και είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Σκηνοθετών, με δραστηριότητα στον χώρο του θεάτρου και της συγγραφής από το 2005. Έχει συμμετάσχει σε θεατρικές παραγωγές ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, βοηθός σκηνοθέτη και ηθοποιός και έχει συνεργαστεί με θεατρικές ομάδες και θέατρα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ενώ ποίησή της έχει μελοποιηθεί και ερμηνευτεί στην Αθήνα και τη Βιέννη (Μυsikverein Brahns-Saal). Πρόσφατες σκηνοθετικές της δουλειές είναι, «Πείνα» του Χαράλαμπου Γιάννου, στο Σπίτι της Κύπρου (θεατρικό αναλόγιο, 2016), «Τρεις Αδελφές» του Άντον Τσέχωφ, στο θέατρο “Τζένη Καρέζη” (2015) και «Η Κασσάνδρα και ο λύκος», της Μαργαρίτας Καραπάνου σε θέατρα στην Ελλάδα (2011 – 2012). Εκτός από τη «Λέσχη Γονεοκτόνων», αυτήν την εποχή βρίσκεται σε διαδικασία μελέτης και προετοιμασίας των επόμενων δύο έργων της τριλογίας για τη Βία και τη Βλακεία, καθώς και του εγχειρήματος «Νέκυια», ενός διαδραστικού, δια-καλλιτεχνικού και διεπιστημονικού εγχειρήματος βασισμένου στην τελετουργία του θανάτου.
Okwaho
Οι Okwaho («λύκος» στη γλώσσα των Μοϊκανών) δημιουργήθηκαν το 2013 με έδρα την Αθήνα από τον Γιώργο (κιθάρα, φωνή) και τον Μπάμπη (μπάσο) και το σχήμα ολοκληρώθηκε το 2014 με την προσθήκη του Αντρέα (τύμπανα). Ο ήχος τους είναι ένα μείγμα doom, sludge και stoner με κοινωνικοπολιτικό και ενίοτε πιο προσωπικό στίχο. Τον Σεπτέμβριο του 2015 ηχογράφησαν το πρώτο τους demo και για τα επόμενα δύο χρόνια επικεντρώθηκαν στις ζωντανές εμφανίσεις. Τον Φεβρουάριο του 2017 μπήκαν ξανά στο στούντιο και μέσα σε 4 μέρες ηχογράφησαν εννέα κομμάτια εκ των οποίων τα εφτά κατέληξαν και στην πρώτη, full length, αυτοχρηματοδοτούμενη κυκλοφορία τους. Τον Μάρτιο του 2018 έγινε η ψηφιακή κυκλοφορία του δίσκου και το Νοέμβρη βγήκε σε cd σε μια, πρωτότυπη όσο και ακραία, χειροποίητη συσκευασία από… γυαλόχαρτο! Τραχύ πράμα! Κάπου στο ενδιάμεσο κυκλοφόρησαν το πρώτο τους βίντεο, για το κομμάτι God of Gold. Ταυτόχρονα εμφανίζονται και σε επιλεγμένα live. Για τις ανάγκες της «Λέσχης Γονεοκτόνων», στο μπάσο ο Βασίλης Παπαβασιλείου.